• ΧΙΟΝΑΚΗΣ!

     

    Ο ΧΙΟΝΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΙΟΝΙΩΝ <o:p></o:p>

    Της Ελένης Πολυμενοπούλου <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Κεφάλαια: <o:p></o:p>

    • Ο Χιονάκης, που ζούσε στην Τριαλαλό <o:p></o:p>
    • Το τραγούδι των χιονιών και η μικρή νιφάδα Κρυσταλλίδα <o:p></o:p>
    • Η γιαγιά Μπετούλα<o:p></o:p>
    • Ο καμπούρης χιονάνθρωπος και το μυστικό του βουνού <o:p></o:p>
    • Μια χιονόμπαλα με πυρετό<o:p></o:p>
    • Η θέα από τον Ψηλομύτη το πρωί <o:p></o:p>
    • Ψηλομύτης και Κοντοαυγούλα <o:p></o:p>
    • Η συνάντηση με τον κύριο Περικλή<o:p></o:p>
    • Η ιστορία της Τικιτάκ<o:p></o:p>
    • Το χιονοκαθισματάκι <o:p></o:p>
    • Χιονάκης εν δράσει <o:p></o:p>
    • Στον αέρα για την Τικιτάκ<o:p></o:p>
    • Επιστροφή στην Τριαλαλό <o:p></o:p>
    • Ένα πουλόβερ για τον Ψηλομύτη<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Λέγεται πως κάποτε, σε ένα μακρινό μέρος, υπήρχε μια Πολιτεία που την έλεγαν Τριαλαλό. Η Τριαλαλό βρισκόταν στις πλαγιές του Ψηλομύτη, ενός βουνού τόσο ψηλομύτικου που μόλις το κοίταζες σου ερχόταν ίλιγγος. Εκεί τις μισές μέρες του χρόνου χιόνιζε κι όταν χιόνιζε οι τριακόσιοι κάτοικοι της Τριαλαλό χαμογελούσαν. Έβαζαν μάλλινα γάντια και χοντρές κάλτσες κι έβγαιναν έξω να παίξουν χιονοπόλεμο. Κι ήταν τόσο μαθημένοι στο κρύο που ολονών το παρατσούκλι ήταν «χιονάνθρωπος». <o:p></o:p>

    «Γεια σου χιονάνθρωπε, τι κάνεις», έλεγαν στο δρόμο. <o:p></o:p>

    «Καλά χιονάνθρωπε, εσύ πώς είσαι». <o:p></o:p>

    «Χιονίζει πάλι σήμερα, ε χιονάνθρωπε;» <o:p></o:p>

     «Ευτυχώς χιονάνθρωπε, δεν κρυώνω καθόλου»<o:p></o:p>

    «Α ωραία, ούτε εγώ κρυώνω, μου φαίνεται μάλιστα πως κάνει ζέστη σήμερα».<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο ΧΙΟΝΑΚΗΣ ΠΟΥ ΖΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΛΑΛΟ
    Στην Τριαλαλό λοιπόν ζούσε και ο Χιονάκης. Του Χιονάκη ένα πράγμα που του άρεσε να κάνει πιο πολύ στον κόσμο: να τσουλάει στα χιόνια με το έλκηθρό του.  Γιατί τι, έτσι νομίζετε ότι τον φώναζαν Χιονάκη; Το αληθινό του όνομα ήταν Σωτήρης αλλά του είχαν κολλήσει το «Χιονάκης» επειδή αγαπούσε τα χιόνια (εξάλλου θα ήταν απίθανο να έχει γεννηθεί κανείς με ένα παράξενο όνομα σαν το Χιονάκης!).<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και πραγματικά ο Χιονάκης έκανε σαν τρελός για τα χιόνια. Με το που έβλεπε τις πρώτες νιφάδες να πέφτουν, έτρεχε και κολλούσε τη μύτη του στο τζαμάκι της κουζίνας. Καθόταν και τις χάζευε με τις ώρες. Τις παρακολουθούσε να πέφτουν απαλά στο πεζούλι του παραθύρου και στοιχημάτιζε με τον εαυτό του ποια θα βγει πρώτη. Ύστερα έβγαινε έξω και χόρευε κι εκείνος μαζί τους. Και όταν κουραζόταν πια από τον πολύ χορό, ξάπλωνε στο χιόνι και τις παρακολουθούσε να στριφογυρίζουν στο φύσημα του αέρα και να στρώνονται η μια πάνω στην άλλη και να σκεπάζουν το χώμα με το  κατάλευκο πάπλωμά τους. Και τίποτα ωραιότερο στον κόσμο δεν έβρισκε από το να ξαπλώνει πάνω στο χιόνι και να του γαργαλάει τα αυτιά.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Μια μέρα λοιπόν που χιόνιζε ήδη από το προηγούμενο βράδυ, ο Χιονάκης ξύπνησε με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου και είδε από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα του δωματίου του το χιόνι στρωμένο στις αυλές παχύ-παχύ. <o:p></o:p>


    «Είναι δυνατόν να πρέπει να πάω στο σχολείο μια τόσο ωραία μέρα;! », σκέφτηκε. Και πράγματι, το να πάει σχολείο  ήταν ένα από τα τελευταία πράγματα που είχε όρεξη να κάνει, ιδίως μάλιστα γιατί για να πάει έπρεπε να πάρει το λεωφορείο τα χαράματα. Είπε λοιπόν από μέσα του «αχ θεούλη μου κάνε να μην έχουμε σχολείο σήμερα». Και φαίνεται ότι με κάποιο μαγικό τρόπο ο θεούλης (ή έστω ο διευθυντής του σχολείου) τον άκουσε κι η μαμά του αντί να μπει μέσα στο δωμάτιο βιαστικά και του φωνάξει όπως συνήθως «ξύπνα σποράκι μου να μην αργήσεις», πλησίασε στο κρεβάτι του και του είπε: «Σποράκι μου δεν έχει σχολείο σήμερα! Παραέχουμε χιόνια και δεν... <o:p></o:p>

    -       Γιούπι!!, φώναξε ο Χιονάκης πριν η μαμά ολοκληρώσει τη φράση της και αμέσως πήδηξε όρθιος πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να χοροπηδάει.<o:p></o:p>

    .. και δε θα περάσει το λεωφορείο για την Τικιτάκ, συμπλήρωσε η μαμά. <o:p></o:p>

    -       Ουεεεεεεεέ! φώναξε πανηγυρικά ο Χιονάκης πετώντας στον αέρα το μαξιλάρι του.<o:p></o:p>

    -       Οπότε θα κάτσετε σπίτι παρέα με τη γιαγιά, συμπλήρωσε τέλος η μαμά. <o:p></o:p>

    -       Χούυυυυυι, τίναξε ο Χιονάκης το μαξιλάρι στον αέρα και το δωμάτιο γέμισε πούπουλα.
    Τότε η μαμά κάτι μουρμούρισε και ο Χιονάκης ξαναχώθηκε κάτω από τα σκεπάσματά του λέγοντας: «Ναι, εντάξει, θα είμαι φρόνιμος» για να μη νομίσει ότι θα τα κάνει όλα άνω-κάτω. <o:p></o:p>

    -       Ουφ, εντάξει, έκανε η μαμά ξεφυσώντας και έπιασε το μέτωπό της. Ύστερα τον αγκάλιασε, τον είπε πάλι «σποράκι της» και μετά έφυγε για τη δουλειά, άφηνοντάς τον να κοιμηθεί. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Αυτό από τη μια ήταν ωραίο για το Χιονάκη γιατί μπορούσε να κουκουλωθεί μέσα στις μάλλινες κουβέρτες του και να χουχουλιάσει. Αλλά όχι και να κάτσει στο κρεβάτι μια τέτοια μέρα! Σηκώθηκε αμέσως, ντύθηκε, φώναξε «γεια σου γιαγιά!» από μακριά, βούτηξε το έλκηθρό του το «Σκίουρο» και βγήκε έξω τρέχοντας! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΙΟΝΙΩΝ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΝΙΦΑΔΑ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΔΑ <o:p></o:p>

    Ανέβαινε περίπου μία ώρα, ώσπου έφτασε στο αγαπημένο του ισιωματάκι, στη βόρεια πλαγιά του Ψηλομύτη. Η θέα ήταν το λιγότερο πανέμορφη από εκεί ψηλά γιατί κάτω από τα πόδια του έβλεπε τα πάντα: καμινάδες που κάπνιζαν, κολώνες που χόρευαν, κεραμίδια χρυσοκόκκινα, δέντρα που τραγουδούσαν, λόφους και λοφίσκους χιονισμένους, λιμνούλες με πάπιες που έκαναν πατινάζ και ηλεκτρικές κεραίες με χαρούμενα φωτάκια. Σταμάτησε τρία δευτερόλεπτα για να πάρει μια ανάσα... κι ύστερα χοοοπ!, όρμηξε επάνω στο «Σκίουρο» και άρχισε να τσουλάει, να τσουλάει, να τσουλάει... <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Φιου φιού φιού……», σφύριζε ο Χιονάκης στον αέρα καθώς κατέβαινε χοροπηδώντας με το Σκίουρο στις πλαγιές.<o:p></o:p>

    Πριν όμως καλά- καλά προλάβει να προσγειωθεί... Τραλαλιλαλό.. άκουσε μια γλυκιά μελωδία να ξεχύνεται από παντού. <o:p></o:p>

    «Μπαα», σκέφτηκε, «από πού να ακούγεται μια τόσο όμορφη μουσική;!»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Φρέναρε απότομα το «Σκίουρο» κι έβγαλε το σκουφί του για να ακούσει καλύτερα. Τριαλαλό, τριαλαλό… Τώρα ήταν σίγουρος πως δε γελιόταν. Άκουγε φωνούλες να τραγουδούν. Τριαλαλιλαλό, τραλαλαλίλαλό… Τλιμ παμ τλιμ πλαμ πλομ… «Δεν είμαστε καλά…» συλλογίστηκε ξανά, ενώ παράλληλα πρόσεχε να μη σταματήσει απότομα ο Σκίουρος και χτυπήσουν σε κανένα δέντρο. Τέντωσε πάλι τα αυτιά του… «Τριαλαλό, λαλαλί-λα-λό… Τριαλαλό, λαλαλί-λα-λό.»… Δεν υπήρχε αμφιβολία! Ήταν οι νιφάδες του χιονιού!

    <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Τριαλαλό, λαλαλί-λα-λό<o:p></o:p>

     έκαναν οι λεπτές <o:p></o:p>

    Πόσο σε αγαπάμε ψηλομύτικο βουνό εμείς οι νιφάδες των χιονιών <o:p></o:p>

    Τλιπατλιμ πλαμ πλομ<o:p></o:p>


    Τριαλαλό, λαλαλί-λα-λό<o:p></o:p>

    συνέχιζαν οι χοντρές πιο θλιβερά<o:p></o:p>

    Εσύ είσαι για μας η παγωμένη ελπίδα<o:p></o:p>

    Ότι θα μείνουμε για πάντα εδώ στρωμένες<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Κι ύστερα όλες μαζί<o:p></o:p>

    Γλυκιά – γλυκιά Τριαλαλό, λαλαλί-λα-λί<o:p></o:p>

    Πόσο σε αγαπάμε Ψηλομύτικη κορφή<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης έμεινε με ξεσκέπαστα τα αυτιά για λίγα λεπτά προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα το τραγούδι.  Και όσο το τραγούδι συνεχιζόταν, τόσο οι χαριτωμένες νιφάδες λικνίζονταν και χόρευαν στα σφυρίγματα του αέρα… Kαι μαζί με αυτές σκορπισμένα πετραδάκια πήγαιναν πέρα-δώθε, φύλλα στροβιλίζονταν και σκιουράκια χοροπηδούσαν. Ακόμη και τα δέντρα έπιαναν το ρυθμό με το θρόισμά τους (τα πεύκα και τα έλατα με το ρυθμό των βελόνων τους δηλαδή) και όταν χόρευαν από τα κλαδιά τους έπεφτε το χιόνι σε ολόκληρα κομμάτια. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Ώστε γι’αυτό την έλεγαν Τριαλαλό την Τριαλαλό; Χαχα, γέλασε ο Χιονάκης δυνατά. Πριν όμως προλάβει να πάρει το έλκηθρό του και να τρέξει σπίτι να τα πει όλα στη γιαγιά του, μια μικρή νιφάδα έπεσε επίτηδες πάνω στη μύτη του και του είπε:

    <o:p></o:p>

    -       Αχ Χιονάκη! Επιτέλους σε βρίσκω, ααα, οοο, τριαλαλό!!!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης  απόρησε. Πού ήξερε η νιφάδα το όνομά του και αν το ήξερε πώς το θυμόταν αφού αυτή ήταν φως -φανάρι μεθυσμένη;!<o:p></o:p>

    -       Εε, της είπε, πού ξέρεις ότι με λένε Χιονάκη;<o:p></o:p>

    -       Μα εσύ είσαι γνωστός σε όλες τις νιφάδες του Βουνού, Χιονάκη, αποκρίθηκε η νιφάδα. Σε ξέρουμε από πολύ μικρό, τριαλαλό- τριαλαλό, συγκεκριμένα σε ξέρουμε από τη μέρα που ανέβηκες για πρώτη φορά εδώ στα μέρη μας μαζί με το έλκηθρό σου για να πάρετε φόρα και να  πετάξετε…δε θυμάσαι, που κουτρουβαλήσατε μαζί σε όλη τη χιονισμένη πλαγιάαα, τριαλαλά-λα-λα! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σωστά, ο Χιονάκης  δεν το θυμόταν πια αυτό. Ήταν πράγματι πολύ μικρός τότε. Αυτή η νιφάδα αν και μεθυσμένη είχε καλή μνήμη.<o:p></o:p>

    -       Μμμμμ και νομίζεις ότι δε σε έχουμε δει να μας κρυφοκοιτάς μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου σου και πίσω από το τζαμάκι της κουζίνας;;<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης κοκκίνισε.  <o:p></o:p>

    -       Μα καλή μου νιφάδα, πώς να μη σας κοιτάω αφού είστε όμορφες! Και δεν ήξερα ότι τραγουδάτε κιόλας! Αχ και έχετε τόσο γλυκιά φωνή.. <o:p></o:p>

    -       Ωωωω ναι, οπωσδήποτε, είμαστε καταπληκτικές, το ξέρω-ω-ω αποκρίθηκε η νιφάδα τραγουδιστά σαν σε οπερέτα! Γιατί εμείς οι Νιφάδες βλέπεις, προτιμάμε να κάνουμε την εξάσκησή μας στο τραγούδι εδώ ψηλά, δεν είναι λογικό –ο-ο-ο;; Αφού μας αρέσει το πολύ κρύο και πιο πολύ σε μένα την Κρυσταλλίδα που δεν είμαι κρυουλιάρα! Εδώ ψηλααά! Τριαλαλά και… χιιιικ!  <o:p></o:p>

    Αυτή η νιφάδα λοιπόν όχι μόνο τραγουδούσε και χόρευε, αλλά είχε και λόξυγκα…  <o:p></o:p>

    -       Μάλλον είσαι και λίγο μεθυσμένη καλή μου Νιφάδα, είπε τελικά ο Χιονάκης  και την κοίταξε καλά-καλά έτσι όπως του ‘χε σταθεί στη μύτη. Νομίζω πως πρέπει να πας να ξεκουραστείς. Πες μου όμως πρώτα, τι ήθελες να κουβεντιάσουμε; <o:p></o:p>

    -       Ώχου, ώχου, ώωωω, πώς να στο πω, έκανε εκείνη αναστενάζοντας λες και ξεμέθυσε μονομιάς. Ύστερα έκανε τη φωνή της να τρέμει, σαν να έκανε γαργάρες. <o:p></o:p>

    -       Αχ Χιονάκη, Χιονάκη, συνέχισε η Κρυσταλλίδα με παράπονο, έχουμε μεγάλο πρόβλημα όλες εμείς οι Νιφάδες του Βουνού…<o:p></o:p>

    -       Πρόβλημα; τη διέκοψε ο Χιονάκης που στο μεταξύ προσπαθούσε να κουμαντάρει με τα δυο του χέρια το έλκηθρό του για να μην το πάρει ο αέρας. Σαν τι πρόβλημα μπορεί να έχετε εσείς οι Νιφάδες; Εσείς δεν έχετε ανάγκη τίποτα! Mπορείτε να πετάτε μαζί με τον άνεμο και να στρώνεστε άνετα όπου κι αν βρεθείτε, χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσετε κανέναν. Άσε που είστε όμορφες.. Ίδιες με αληθινά αστέρια…<o:p></o:p>

     <o:p></o:p>

    Της Κρυσταλλίδας της άρεσε πολύ αυτό το τελευταίο κομπλιμέντο και στροβιλίστηκε στον αέρα με χάρη για να το επιβεβαιώσει (και να δείξει βέβαια πως εκτός από το να τραγουδάει ήξερε και να χορεύει). Αμέσως όμως ξαναπήρε το λυπημένο της ύφος:<o:p></o:p>

    -       Ναι, είμαστε πανέμορφες δε λέω… Αλλά φέτος την έχουμε πατήσει, ωωω, είναι φοβερό! <o:p></o:p>

    -       Ποια έχετε πατήσει; απόρησε ο Χιονάκης  γιατί για μια στιγμή του φάνηκε τρελή αυτή η νιφάδα που πετούσε, γελούσε, τραγουδούσε κι είχε και παράπονα… <o:p></o:p>

    -       Χμμμμ, με κοροϊδεύεις νομίζω Χιονάκη! Δε βλέπεις ότι το Βουνό μας ο Ψηλομύτης έχει αρχίσει και ζεσταίνεται και ότι κινδυνεύει σύντομα να λιώσει ολόκληρη η κορυφή Τριαλαλό;! είπε φωνάζοντας. Θα γίνουν δηλαδή όλα τα χιόνια λιώμα και όλες εμείς οι νιφάδες ...αααχ!... Ψιχάάααλες! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σε αυτό το σημείο η Κρυσταλλίδα έβγαλε ένα σπαραγμό φοβερό, τέτοιο που έκανε ακόμα και το Σκίουρο να τρομοκρατηθεί. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Μόλις το άκουσε αυτό ο Χιονάκης του κόπηκε μαχαίρι η όρεξη γι’ αστεία. Κοίταξε τη μεθυσμένη νιφάδα να στέκεται πάνω στη μύτη του και να ταρακουνιέται από την ταραχή που της είχε φέρει η σκέψη και μόνο του λιωσίματος. <o:p></o:p>

    -       Πώπω!..., έκανε και έξυσε το κεφάλι του με απορία. Καλά και γιατί να ζεσταθεί το Βουνό; ρώτησε τελικά με απορία ο Χιονάκης, γιατί πραγματικά σε όλη τη διάρκεια της νεαρής ζωής του, όσο τουλάχιστον τον έλεγαν Χιονάκη, τα χιόνια της κορφής Τριαλαλό ποτέ δεν είχαν λιώσει.<o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα έβγαλε δεύτερο αναστεναγμό και είπε: <o:p></o:p>

    -       Δεν ξέρω Χιονάκη… Εγώ αυτά βλέπω και αυτά λέω, αυτά συμβαίνουν εκεί ψηλά, ψηλά-λα-λα-λα-λα… Αχχχ Χιονάκη μου είμαι τρομοκρατημένη, δε θέλω να γίνω ψιχάλα!  <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης τότε την έπιασε και την ακούμπησε τρυφερά στο χέρι του. <o:p></o:p>

    -       Μη σε νοιάζει Κρυσταλλίδα, της είπε, θα πείσουμε το Βουνό να αλλάξει τα σχέδιά του. <o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα τότε έκανε άλλη μια γαργάρα με τη φωνή της, κάτι σαν α-α-α-α-α! και πέταξε μακριά κάνοντας σβούρες μέσα στον άνεμο, ενώ ο Χιονάκης έμεινε με το Σκίουρο να συλλογίζεται. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει τι συνέβαινε στον Ψηλομύτη…<o:p></o:p>

    -       Θα έρθω να σε βρω πάλι αύριο!, φώναξε η Κρυσταλλίδα κι ο Χιονάκης  της έγνεψε με το χέρι του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΠΕΤΟΥΛΑ<o:p></o:p>

    Ύστερα από τη συνάντηση με την Κρυσταλλίδα, ο Χιονάκης, όπως και κάθε φορά που δεν ήξερε τι να κάνει, γύρισε αμέσως στο σπίτι για να μιλήσει στη γιαγιά του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η γιαγιά ήταν καθισμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα και έπλεκε ακούγοντας μουσική.<o:p></o:p>

    -       Γιαγιά, πρέπει να σου πω…, έκανε ο Χιονάκης και της τράβηξε λίγο το μανίκι της ρόμπας που φορούσε. Εκείνη έβγαλε τα στρογγυλά γυαλιά της, σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε με απορία.<o:p></o:p>

    - Ναι Χιονάκη μου, τι έγινε;<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης της τα διηγήθηκε όλα μονοκοπανιάς, για τη νιφάδα Κρυσταλλίδα και για το Βουνό που είχε αποφασίσει να λιώσει «…και θα γίνουν όλες οι νιφάδες ψιχάλες, κατάλαβες γιαγιά», είπε τελικά με παράπονο. Η γιαγιά, αφού άκουσε πολύ προσεκτικά την ιστορία, κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Τη γιαγιά την έλεγαν Μπετούλα. Ο Χιονάκης την αγαπούσε πολύ και μάλιστα έκαναν και παρέα παρόλο που εκείνη ήταν τουλάχιστον εφτά φορές μεγαλύτερη από αυτόν. <o:p></o:p>

    -       Στα παλιά τα χρόνια, Χιονάκη, είπε η γιαγιά, οι άνθρωποι δεν είχαν αυτοκίνητα αλλά κάρα και οι πιο φτωχοί δεν είχαν ούτε κάρα και κατέβαιναν στην πόλη με γαϊδούρια ή με τα πόδια. Και φαντάσου ότι τότε τα παιδιά δε χρειαζόταν να τρέχουν ως την Τικιτάκ στο σχολείο, γιατί το χωριό μας είχε το δικό του… <o:p></o:p>

    -       Και γιατί έκλεισε;, έκανε ο Χιονάκης. Εμένα θα μου άρεσε πολύ να είχε και η Τριαλαλό σχολείο. <o:p></o:p>

    -       Μα Χιονάκη, πώς να λειτουργήσει το σχολείο εδώ, ο μόνος μαθητής που θα είχε θα ήσουν εσύ...  <o:p></o:p>

    -       Και γιατί να είμαστε μόνο εμείς δηλαδή;, ξαναρώτησε ο Χιονάκης επίμονα. Γιατί να μην έρχονται κι από την Τικιτάκ μερικοί και σε μας; Μέχρι τώρα μόνο εμείς να πηγαίνουμε σ’αυτούς, δεν είναι δίκαιο! <o:p></o:p>

    -       Ωραία θα ήταν… αλλά πώς ; Αφού η Τικιτάκ είναι η πιο παράξενη πόλη του κόσμου! Αν κάνεις το λάθος και γίνεις κάτοικος Τικιτάκ… μετά ξεχνάς τα πάντα! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και πράγματι, στην Τικιτάκ δεν υπήρχαν χιόνια που τραγουδούσαν ούτε νιφάδες που χόρευαν. Υπήρχαν μόνο ρολόγια, νέφος και θόρυβος τέτοιος που σου έκανε τα νεύρα κομπρεσέρ: «τικιτάκ – τικιτάκ». Επίσης στην Τικιτάκ υπήρχαν τεράστιες γκρίζες πολυκατοικίες, πάρκα με μαραμένες νεραντζιές και βρωμερά εργοστάσια με φουγάρα που κάπνιζαν… Και, αυτοκίνητα εννοείται, πάρα πολλά αυτοκίνητα… “Πρόσεχε βρε πατάτα!, πώς οδηγείς έτσι;!”, φώναζε ο ένας. “Ποιον είπες πατάτα βρε ξυλάγγουρο”, απαντούσε ο άλλος…Και μετά πιανόντουσαν στα χέρια, μέχρι που ο ένας από τους δύο κοιτούσε το ρολόι του και έλεγε: “Θα σε έδερνα κι άλλο, αλλά δεν μπορώ τώρα, βιάζομαι.. Τικιτάκ, τικιτάκ¨…

    <o:p></o:p>

    -       Τι να σου πω βρε παιδάκι μου,  είπε τελικά η γιαγιά, η Τικιτάκ είναι στα σίγουρα μαγεμένη… Εκεί οι άνθρωποι όλη μέρα κι όλη νύχτα τρέχουν και κοιτούν τα ρολόγια τους για να μην αργήσουν: Τικιτάκ, τικιτάκ... . <o:p></o:p>

    -       Τικιτάκ τικιτάκ, επανέλαβε ο Χιονάκης. Γι’ αυτό τη λένε Τικιτάκ την Τικιτάκ.  <o:p></o:p>

    -       Ναι, γι’ αυτό… έγνεψε καταφατικά η γιαγιά. Μα τι στο καλό, κούφια είν’ τα κεφάλια τους πια;… Είναι όλοι τους τρελοί!<o:p></o:p>

    -       Μα γιαγιά, ρώτησε τότε ο Χιονάκης, πες μου: Ήταν από πάντα τρελοί οι κάτοικοι της Τικιτάκ ή αποτρελάθηκαν από το θόρυβο και το πολύ τικιτάκ των ρολογιών;..

    Η γιαγιά τότε δεν του απάντησε, παρά για κάποιον ανεξήγητο λόγο την έπιασε συγκίνηση. Και για να μη φανεί ότι στενοχωρέθηκε, γύρισε την κουνιστή της πολυθρόνα από την άλλη. Ο Χιονάκης την άκουσε να λέει σιγανά:<o:p></o:p>

    - Κάποιο λόγο θα είχε να θέλει να λιώσει το Βουνό… Μόνο αν μάθουμε το λόγο θα μπορέσουμε να το βοηθήσουμε…<o:p></o:p>

     <o:p></o:p>

    Έπειτα η γιαγιά έγειρε το κεφάλι της κι ο Χιονάκης κατάλαβε ότι την πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκε από τον καναπέ και περπάτησε ως το παράθυρο στις μύτες των ποδιών του. Κοίταξε έξω κι έβαλε τη μύτη του στο τζάμι. «Πώς να το βοηθήσουμε δηλαδή το βουνό, σκέφτηκε ο Χιονάκης αναστατωμένος… Αν ήταν παγωτό θα το βάζαμε στο ψυγείο.. Αλλά τώρα;» Ο Χιονάκης έκλεισε για λίγο τα μάτια: «Πρέπει οπωσδήποτε να μάθω γιατί θα λιώσει το βουνό…», φώναξε στον εαυτό του.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και τότε είχε μια ιδεά. “Θα πάω να βρω το φίλο του το χιονάνθρωπο!, φώναξε. Εκείνος θα ξέρει!”. Ο Χιονάκης έτρεξε στην κουζίνα. Πήρε το σαντουιτσάκι που του είχε έτοιμο από το πρωί η μαμά του για το δρόμο το  έβαλε στην τσέπη του μπουφάν. Ύστερα βγήκε έξω χτυπώντας πίσω του την πόρτα και άρχισε να ανηφορίζει.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ <o:p></o:p>

    Μετά από τρεις ώρες περπάτημα, ο Χιονάκης έφτασε επιτέλους στο μέρος που είχε φτιάξει τον αγαπημένο του Χιονάνθρωπο. Εκείνος καθόταν όπως πάντα στη θέση του, αλλά το καρότο που είχε για μύτη ήταν στραβωμένο και μάλιστα κρεμόταν από το πηγούνι του κι ένας χοντρός σταλαγμίτης. Επιπλέον καμπούριαζε και αντί να σφυρίζει χαρούμενα όπως συνήθως, τραγουδούσε ένα πένθιμο σκοπό … <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Στου Ψηλομύτη τις πλαγιές …<o:p></o:p>

    Της καψιμιάς της μαυροφόρας οι κλαγγές <o:p></o:p>

    Θα ‘ρθουν να μας υποδεχτούν <o:p></o:p>

    Οϊμέ Οϊμέ Οϊμέ τι έμελλε να πάθουμε <o:p></o:p>

    Εμείς, οι χειμερινοί ταξιδιώτες της ζωής
    ακούς εκεί ακούς εκεί
    να γίνουμε θερμάστρες
    και ανήμποροι σα γλάστρες
    Αντίο χιόνι αντίο κρύο <o:p></o:p>

    Ώσπου να πεις κύμινο σε μια μόνο στιγμή
    θα γίνουν όλα στάχτη καυτερή <o:p></o:p>

    σαν πιπεριά χρωματιστή
    Ωχ αμάν- αμάν καλοί μου συντοπίτες
    με τις στραβές σας μύτες<o:p></o:p>

    Τα χιόνια είναι παρελθόν, να ζείτε μόνο το παρόν<o:p></o:p>

    Το Βουνό ο Ψηλομύτης τέτοιος είναι που ναι παλιομύτης…<o:p></o:p>

    Οϊμέ Οϊμέ Οϊμέ τι έμελλε να πάθουμε <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    -       Έι, Χιονάνθρωπε!, του έκανε ο Χιονάκης μόλις πλησίασε. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάνθρωπος σταμάτησε απότομα το θλιβερό τραγούδι και τον χαιρέτησε αναστενάζοντας βαριά:<o:p></o:p>

    -       Ωωχ, γεια σου Χιονάκη… <o:p></o:p>

    Αλλά τέτοια τρεμουλιαστή φωνή μόνο από γέρο άνθρωπο θα την άκουγε κανείς κι όχι από ένα νεαρό χιονάνθρωπο, πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία με το Χιονάκη! <o:p></o:p>

    -       Φίλε μου Χιονάνθρωπε! έκανε ο Χιονάκης , πώς γίνεται να σε βλέπω τόσο καμπουριαστό; Πώς γίνεται, κοτζάμ χιονάνθρωπος, να είσαι σε τέτοια χάλια;! <o:p></o:p>

    -       Πώς να μην είμαι Χιονάκη! Έμαθες τα νέα; <o:p></o:p>

    -       Τα έμαθα, αποκρίθηκε ο Χιονάκης…<o:p></o:p>

    -       Ωχχ, τι μας έτυχε…, αναστέναξε ο Χιονάνθρωπος. Γάγγραινα θα πάθω από το κακό μου… Είμαι πολύ στενοχωρημένος. Πρώτη φορά θα πέσει στον Ψηλομύτη τέτοια συμφορά.<o:p></o:p>

    -       Ναι, έτσι μου τα ‘πε και μένα η νιφάδα Κρυσταλλίδα. Δε μου λες όμως Χιονάνθρωπε, ξέρεις εσύ τι έχει πάθει το καλό μας Βουνό; <o:p></o:p>

    -       Χιονάκη, είπε τότε ο Χιονάνθρωπος, δυστυχώς δεν ξέρω να σου απαντήσω. Ξέρω μονάχα ότι εδώ και πολύ καιρό το βουνό είναι στενοχωρημένο. Έχει πάθει λέει.. έλα πιο κοντά να σου πω.... κατάθλιψη. <o:p></o:p>

    -       Κατάθλιψη!, απόρησε ο Χιονάκης. Τι είναι η κατάθλιψη;<o:p></o:p>

    -       Άκου να δεις, τον πρόλαβε ο Χιονάνθρωπος, κι εγώ δεν ξέρω λεπτομέρειες, το αεράκι μου σφύριξε το νέο στο αυτί... Αλλά ξέρεις…, έκανε ψιθυριστά αλλάζοντας τη φωνή του, πρέπει να το προσέχουμε πια αυτό ο αεράκι γιατί έχει βρωμίσει ολόκληρο, ιδίως όταν σου μιλάει από κοντά... Φαίνεται πως βολτάριζε στην Τικιτάκ προχτές και τώρα βρωμάει… Άσε που μου φαίνεται πως σαν να έχει ζουρλαθεί λιγάκι.. Όταν μιλάει μου πετάει όλο κάτι «τικιτάκ – τικιτάκ».. <o:p></o:p>

    -       Τικιτάκ τικιτάκ;...Σαν ρολόι δηλαδή; <o:p></o:p>

    -       Ναι ακριβώς. Το ρωτάς κάτι και σου απαντάει σα γνήσιο ρολόι- ξυπνητήρι.. Αυτή η Τικιτάκ θα μας τρελάνει όλους στο τέλος… Και κοίτα εδώ, κοίτα εδώ.. Τα καημένα τα έλατα έχουν αρρωστήσει έτσι που τα βλέπεις νομίζεις ότι θα πεθάνουν από τη ζέστη … <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης κοίταξε τα έλατα και πράγματι ξαφνικά του θύμισαν τις μαραμένες νεραντζιές στην αυλόπορτα του σχολείου.. <o:p></o:p>

    -       Ουχ, ελπίζω να υπάρχω ακόμα ως αύριο το βράδυ…, έκανε ο Χιονάνθρωπος με θλίψη. Αλλά και ποιος είπε ότι οι χιονάνθρωποι ζουν για πάντα; Τι κι αν ήμουν τυχερός εγώ και με ‘φτιαξες Χιονάκη εδώ που τα χιόνια δε λιώνουν ποτέ... Φαίνεται πως η τύχη μου τελείωσε...<o:p></o:p>

    Κι αφού είπε αυτά ο Χιονάνθρωπος σιώπησε κοιτάζοντας το Χιονάκη καμπουριαστός με τη στραβή του μύτη- καρότο. Δύο σταγόνες δάκρυα έπεσαν στα μάγουλά του αφήνοντας πάνω στο χιόνι ολόκληρες τρύπες μεγάλες σαν κουμπιά. Και τότε ο Χιονάνθρωπος τον κοίταξε βαθιά με τα κουμπιά που είχε αντί για μάτια και του είπε:
    - Κοίτα εδώ, κοίτα εδώ!
    Ο Χιονάκης κοίταξε.. Και τι να δει; Με ένα περίεργο τρόπο, το χιόνι αντί να λιώνει από κάτω προς τα πάνω, έλιωνε από πάνω προς τα κάτω! Η ζέστη, αντί να ανεβαίνει από τις πεδιάδες, ερχόταν από τις κορυφές!
    - Η ζέστη κατεβαίνει σιγά-σιγά σαν οδοστρωτήρας!, έκανε ο Χιονάνθρωπος. Χιονάκη, άκουσε με καλά… Θα αναγκαστώ να σου πω κάτι που μόνο εμείς οι κάτοικοι του Βουνού ξέρουμε. Μόνο εσύ μπορείς να μας σώσεις!<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης ανασήκωσε τα φρύδια. Ήταν μεγάλη τιμή γι’αυτόν να είναι ο μόνος που μπορούσε να τους σώσει. <o:p></o:p>

    -       Υπάρχει ένα μαγικό μέρος από όπου μπορεί κανείς να μιλήσει με τον Ψηλομύτη. Είναι η μια βαθιά χιονότρυπα, κρυμμένη καλά στα έγκατα του βουνού… Η είσοδος της δε βρίσκεται μακριά, μια ώρα δρόμο περίπου δυτικά από τη συστάδα με τα έλατα. Θα χωθείς μέσα στην τρύπα και θα τσουλήσεις στο τούνελ που θα σε οδηγήσει σε μια σπηλίτσα. Είναι η σπηλίτσα της καρδιάς του Βουνού… <o:p></o:p>

    -       Της ποιας;, έκανε ο Χιονάκης που δεν ήξερε ότι τα Βουνά έχουν καρδιές. <o:p></o:p>

    -       Της καρδιάς του Βουνού, Χιονάκη! Δεν μπορώ να σου πω πολλά γι’άυτή, μόνο ότι είναι η πιο όμορφη καρδιά του κόσμου: αφράτη σαν σαντιγύ, γλυκιά σαν τη ζάχαρη και απαλή σαν πούδρα… Εκείνη θα ρωτήσεις τι είναι αυτή η κατάθλιψη και πότε θα γίνει καλά το Βουνό μας.  <o:p></o:p>

    -       Δηλαδή κάτσε λίγο φίλε μου χιονάνθρωπε, διέκοψε ο Χιονάκης το Χιονάνθρωπο κοφτά. Μου λες δηλαδή ότι ο Ψηλομύτης θα μου μιλήσει μέσα από μια τρύπα;; <o:p></o:p>

    -       Και βέβαια Χιονάκη θα σου μιλήσει. Το μόνο που χρειάζεται για να την ακούσεις είναι να έχεις καθαρά αυτιά, καλή καρδιά και γερά κότσια. <o:p></o:p>

    -       Ναι, τα έχω!, είπε ο Χιονάκης με ενθουσιασμό και έτριψε τα αυτιά του. Δηλαδή καθαρά αυτιά μόνο έχω σίγουρα, τα έπλυνα χτες, τα υπόλοιπα δεν ξέρω.. <o:p></o:p>

    -       Ε, λοιπόν ωραία Χιονάκη. Ελπίζω να τη βρεις!<o:p></o:p>

    Έτσι είπε ο Χιονάνθρωπος... κι ύστερα σιώπησε. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης δεν παραξενεύτηκε πολύ που έμαθε ότι ο Ψηλομύτης μιλούσε γιατί έτσι κι αλλιώς πολλές φορές θα έπαιρνε όρκο πως τον είχε ακούσει όχι μόνο να μιλάει, αλλά επίσης να γελάει, να τραγουδάει, ακόμη και να βάζει τις φωνές. Όταν για παράδειγμα έπεφτε πάνω του κανένας μετεωρίτης και του έκανε καρούμπαλο, όταν του πετούσαν βρωμερά σκουπίδια μπροστά στη μύτη του και δεν μπορούσε να αναπνεύσει, όταν ερχόντουσαν τα πριόνια και του έκοβαν τα δέντρα του, όταν του ‘καιγαν τούφες ολόκληρες από τα δάση του και τον άφηναν μαύρο και κατακαμμένο... Τον είχε ακούσει, όλες τις φορές εκείνες. Να φωνάζει κι ύστερα να κλαίει από τους πόνους… <o:p></o:p>

    -       Εντάξει χιονάνθρωπε, μην ανησυχείς! είπε ο Χιονάκης αποφασιστικά. Θα λύσουμε ετούτο το μυστήριο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στο υπόσχομαι.  Τώρα κιόλας θα τσουλήσουμε εγώ με το Σκίουρο ως την Καρδιά του Βουνού!<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης χαιρέτησε  το Χιονάνθρωπο και έφυγε τρέχοντας χωρίς να περιμένει απάντηση. <o:p></o:p>

    - Άκου κατάθλιψη ο Ψηλομύτης!, σκέφτηκε στο δρόμο, άλλο και τούτο πάλι!...<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

                <o:p></o:p>

    ΜΙΑ ΧΙΟΝΌΜΠΑΛΑ ΜΕ ΠΥΡΕΤΌ<o:p></o:p>

    Περπατούσε πολύ ώρα με το Σκίουρο στην πλάτη ώσπου να βρει τη χιονότρυπα. Ο δρόμος ήταν δύσκολος και ανηφορικός κι ο Χιονάκης έτρεμε σα φυλλαράκι από το φόβο του. Ώσπου κάποτε έφτασε στην πέρα μεριά της κορυφής, στα δυτικά της συστάδας με τα έλατα. Και πραγματικά εκεί, όπως ακριβώς του είχε πει ο Χιονάνθρωπος, φάνηκε η είσοδος μιας σπηλίτσας βαθιά χωμένης στο Βουνό. Ο Χιονάκης δίστασε για λίγο… Έβαλε κάτω το Σκίουρο και κάθησε επάνω του. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και έκανε να τσουλήσει…  «Ένα, δύο, τρία…Πάμε!», φώναξε και τότε ο Σκίουρος έφυγε με φόρα, πήδηξε μέσα στην τρύπα και … οοοοοοοοοπ!!! Άρχισε να τσουλάει στα έγκατα του βουνού σα διαστημόπλοιο που εκτοξεύεται στο διάστημα. Γραπωμένος επάνω του, ο Χιονάκης ένιωθε ότι πετούσε. Ποτέ του δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν τόσο προικισμένος διαστημάνθρωπος- οδηγός ελκήθρου!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Τσουλούσε, τσουλούσε… ώσπου κάποτε προσγειώθηκε με ένα δυνατό τράνταγμα.  «Άουτς!!!» , έκανε και κοιτάχτηκε να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά: μόνο τα χέρια του είχαν γίνει μπλε από το κρύο, κατά τα άλλα το κεφάλι του ήταν στη θέση του και ούτε χέρια ούτε πόδια είχε σπάσει. Τίναξε τα χιόνια από τα ρούχα του και από τα μαλλιά του, πήρε το Σκίουρο στα χέρια κι άρχισε να κοιτάει γύρω του.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η σπηλίτσα είχε χαμηλά τοιχώματα φτιαγμένα από μικρούς σταλακτίτες που κρέμονταν και αφράτο χιόνι απλωμένο σε στρώσεις. Στη μέση της βρισκόταν μια μικρή χιονόμπαλα στο ύψος περίπου του Χιονάκη που, μάλιστα, φορούσε κι ένα χοντρό ριγέ κασκόλ. Η χιονόμπαλα όμως… τι έκπληξη! Αντί να είναι αφράτη σαν σαντιγύ, γλυκιά σαν τη ζάχαρη και απαλή σαν πούδρα όπως του είπε ο Χιονάνθρωπος… Ήταν καφετιά με λίγο χώμα και κάθε τόσο έτρεμε και έκανε χριτς-χριτς! «Πωπω, σκέφτηκε ο Χιονάκης, η καρδιά του βουνού δεν είναι παρά μια ζεσταμένη χιονόμπαλα… Πρέπει να υποφέρει πολύ!». Στάθηκε λοιπόν απέναντι της και, τι να κάνει, άρχισε να της μιλάει. «Εεε οοοο, καρδιάαα» έκανε. «Εεε οοοο, καρδιάαα», άκουγε μόνο τον αντίλαλό του να του απαντά.  Τότε ένας σταλακτίτης έπεσε από το ταβάνι κι ο Χιονάκης τρόμαξε. ΆΟΥΤΣ! Ακούστηκε από τα έγκατα της σπηλιάς σα μούγγρισμα.
    “Χμμμ”, σκέφτηκε ο Χιονάκης. “Εδώ είμαστε!”.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης πλησίασε περισσότερο την καρδιά- χιονόμπαλα και τη χάιδεψε με τις άκρες των δαχτύλων του. «Ψττ!», είπε σιγανά. «Είναι κανείς εδώ;!». Φαίνεται όμως πως το να μιλήσει κανείς με τον ίδιο τον Ψηλομύτη δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.  <o:p></o:p>

    -       Αχ καρδιά του Βουνού, τι έπαθες κι έγινες καφετιά, ρώτησε τελικά ο Χιονάκης τη χιονόμπαλα στενοχωρημένος. Είσαι άρρωστη;<o:p></o:p>

    Η χιονόμπαλα δεν απάντησε και μόνο συνέχισε να κάνει χριτς χριτς και να τρέμει. Ο Χιονάκης ξαναρώτησε. “Είσαι άρρωστη είπα;” Εκείνη και πάλι δεν του απάντησε. Ύστερα αυτός πάλι ξαναρώτησε. Συνολικά ρώτησε περίπου εκατό φορές αλλά η Χιονόμπαλα δεν του απάντησε καμία. Κι όταν πια απογοητεύτηκε, έκανε δυο βηματάκια πίσω κι έκανε να κάτσει απέναντί της.. Αλλά σκόνταψε σε κάτι μεταλλικό και κλόινγκ! Πάρτον κάτω. Κι εκεί άρχισε να κλαίει πια για τα καλά… <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και φαίνεται πως τελικά η Καρδιά συγκινήθηκε λιγάκι γιατί από τη χιονόμπαλα ακούστηκε μπουκωμένη η φωνή του Ψηλομύτη. <o:p></o:p>

    -            Ώχου βρε Χιονάκη, είπε, τι κλαις και με κάνεις και μένα να συγκινούμαι. Είμαι που είμαι στενοχωρημένος, αν αρχίσω να κλαίω κιόλας... Θα πιάσει βροχή και θα πλημμυρίσουμε στο άψε- σβήσε! <o:p></o:p>

    Ο Xιονάκης την αναγνώρισε αμέσως τη φωνή τοιυ Ψηλομύτη. <o:p></o:p>

    -       Καλά, συγγνώμη… έκανε ρουφώντας τη μύτη του κι εκείνος από τη συγκίνηση που επιτέλους που του απάντησε... Αλλά γιατί δε μου μιλάς, γιατί δε μου λες τι έχεις... <o:p></o:p>

    -       Αρρώστησα βρε Χιονάκη, γι’αυτό φοράω κασκόλ. Και είμαι πολύ στενοχωρημένος… Γι’αυτό δε θέλω να μιλάω σε κανέναν. Άσε με, άσε με, χάλια είμαι... Μια κρυώνω μια ζεσταίνομαι.. Μπρρρρ.. <o:p></o:p>

    -       Μα, καλό μου Βουνό.. Πες μου, τι έγινε; Εσύ ποτέ πριν δεν είχες ούτε αρρωστήσει, ούτε στενοχωρεθεί… Δηλαδή, σίγουρα έχεις θυμώσει πολλές φορές, οπωσδήποτε...  Αλλά να λιώσεις τα χιόνια σου! Από τότε που σε θυμάμαι είσαι χιονισμένο!  <o:p></o:p>

    -       Αχ, Χιονάκη…Έτσι είναι όπως τα λες. Αλλά, ξέρεις, δεν το κάνω επίτηδες... Να ορίστε δες..
    “ΓΓΓΦΦΦ” έκανε το Βουνό με έναν υπόκωφο θόρυβο που έκανε τη σπηλίτσα να τραντάχτεί και εκείνο το μεταλλικό αντικέιμενο που είχε σκοντάχει πάνω του ο Χιονάκης να πεταχτεί στον αέρα. Ήταν ένα θερμόμετρο! <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης το κοίταξε καλύτερα και ύστερα αναφώνησε. <o:p></o:p>

    -       Αμάν! Τριάντα εννιά και τρία! <o:p></o:p>

    -       Γιατί εδώ και καιρό... σνιφ!... εδώ και καιρό...<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η Καρδιά του Βουνού σταμάτησε για λίγο να μιλάει και αναστέναξε, πιτσιλώντας τον με ένα χοντρό δάκρυ που του ‘πεσε στο κεφάλι... <o:p></o:p>

    -       Να, εκεί, κοίτα… Στην άλλη πλευρά της κοιλάδας μένει η αγαπημένη μου… αχχχχ...σνιφ – σνιφ, έκανε το βουνό. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης βέβαια δεν έβλεπε ούτε την αγαπημένη του Ψηλομύτη, ούτε την άλλη πλευρά της κοιλάδας, αλλά και πώς να τις δει μέσα από μια χιονότρυπα στα τρίσβαθα του Βουνού.<o:p></o:p>

    -       Ποια αγαπημένη βρε Ψηλομύτη;;;, έκανε λοιπόν με απορία... <o:p></o:p>

    -       Αχ Χιονάκη, η αγαπημένη μου, η Κοντοαυγούλα!, απάντησε φωναχτά ο Ψηλομύτης και πλάνταξε η καρδιά του στο κλάμα. <o:p></o:p>

    Η Κοντοαυγούλα ήταν το βουνό απέναντι από τον Ψηλομύτη, επάνω ακριβώς από την Τικιτάκ. <o:p></o:p>

    -       Τι;!. έκανε  παραξενεμένος ο Χιονάκης, γιατί πώς να υποψιαστεί ότι η Κοντοαυγούλα ήταν η αγαπημένη του Ψηλομύτη… Δεν ήξερε ότι δύο βουνά μπορούσαν να αγαπιούνται μεταξύ τους!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΨΗΛΟΜΥΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΝΤΟΑΥΓΟΥΛΑ <o:p></o:p>

    Ο Ψηλομύτης ξερόβηξε και καθάρισε τη φωνή του. Κι ύστερα άρχισε να διηγείται την ιστορία τους: <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    « Η Κοντοαυγούλα κι εγώ Χιονάκη είμαστε ερωτευμένοι εδώ και 17.852.739 χρόνια περίπου… Σνιφ σνιφ.. Γνωριστήκαμε όταν ήμασταν ακόμη νέοι. Εκείνη δεν ήταν καλά- καλά σχηματισμένη... λίγο πιο τσαχπίνα και ελάχιστα πιο μυτερούτσικη. Κι εγώ ήμουν τότε άσπρος-άσπρος, μέχρι τους πρόποδες γεμάτος χιόνια… Ααααχ, τα σκέφτομαι και υποφέρω...»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «… Κάθε μέρα κοιταζόμασταν με λατρεία και ανταλλάζαμε ένα σωρό γλυκόλογα... Να την έβλεπες τώρα- δα, Χιονάκη, η Κοντοαυγούλα είναι στ’αλήθεια το πιο όμορφο βουνό του κόσμου! Δεν έχει ψηλομύτικες κορυφές σαν κι εμένα, παρά μόνο καμπύλες … Κι όταν πέφτει ο ήλιος οι αυγουλοκορφές της κοκκινίζουν και γίνονται ίδιες με πασχαλινά αυγά. Κι εσύ άλλωστε Χιονάκη, στα σίγουρα θα έχεις παρατηρήσει πόσο ταιριαστοί είμαστε! Πίσω από μένα ανατέλλει πάντα ο ήλιος και πίσω από κείνη δύει!»... <o:p></o:p>

    «Ε, ναι λοιπόν, αυτός ήταν σίγουρα ένας λόγος για να είναι δυο βουνά ερωτευμένα», σκέφτηκε ο Χιονάκης από μέσα του…<o:p></o:p>

    -       Γεια σου Ψηλομύτη, μου έκανε πάντα εκείνη με τη γλυκιά της φωνή και οι πλαγιές της έλαμπαν από χαρά.<o:p></o:p>

    -       Γεια σου αγαπημένη μου Κοντοαυγούλα, της απαντούσα εγώ και της τραγουδούσα: <o:p></o:p>

    «Κοντοαυγούλα μου γλυκιά έχω μαράζι στην καρδιά<o:p></o:p>

    βγες καλή μου να σε δω λιγάκι, αχ  Κοντοαυγούλα, κοντοαυγουλάκι...»<o:p></o:p>

    -       Βγες καλή μου να σε δω λιγάκι;! απόρησε ο Χιονάκης που για μια στιγμή αυτά όλα του φάνηκαν λίγο παλαβά..<o:p></o:p>

    -       Αλλά εδώ και τρεις μήνες...Σνιφ, σνιφ, έκανε η χιονόμπαλα και οι σταλακτίτες έλιωναν σιγά- σιγά και γίνονταν δάκρια. Μπουχου-χου!....<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης στενοχωριόταν κι αυτός.<o:p></o:p>

    -        Καλά καλά μη λιώνεις, σιγά!, του φώναξε.  <o:p></o:p>

    -       Εδώ και τρεις μήνες, Χιονάκη, η Κοντοαυγούλα μου έχει τρελαθεί τελείως! Τα ρολόγια της Τικιτάκ την έχουν τρελάνει!! Δεν την αφήνουν σε ησυχία!... Κι εκείνη.. εκείνη...αχ κι εκείνη δε μου μιλάει πια Χιονάκη μου! <o:p></o:p>

    Το ψηλομύτικο βουνό συνέχιζε να διηγείται τον καημό του κλαίγοντας…<o:p></o:p>

    -       Πραγματικά τρελάθηκε η Κοντοαυγούλα μου Χιονάκη! Σαν να λέμε λάλησε! Εγώ βγαίνω να της πω «Βγες καλή μου να σε δω λιγάκι..» και εκείνη μου απαντάει «Τικιτάκ τικιτάκ...» και κουνιέται σύγκορφη. Αχ Χιονάκη μου, πάει, η Κοντοαυγούλα μου τα χάνει τα λογικά της.. Δεν αντέχω να τη βλέπω έτσι! Κάθε πέντε λεπτά που την κοιτώ μου αρχίζει τα κουνήματα και τα τικιτάκ. Κοντοαυγούλα μου σε αγαπώ εγώ,  τικιτάκ τικιτάκ αυτή. Ααααχ, τι καημό έχω..  <o:p></o:p>

    Και φαίνεται πως ήταν αληθινός ο καημός αυτός γιατί η καρδιά του Ψηλομύτη έτρεμε κι έκανε χριτς-χριτς όταν μιλούσε για την Κοντοαυγούλα.<o:p></o:p>

    -       Και καλά βρε Ψηλομύτη, είπε τότε ο Χιονάκης, δεν κάνεις λίγη υπομονή ακόμη; Πού ξέρεις, σε κανά-δυο μήνες μπορεί να σου μιλήσει ξανά.. Μήπως της είπες τίποτα και θύμωσε και σου κάνει νάζια; <o:p></o:p>

    -       Τι λες, Χιονάκη, αποκλείεται, εδώ σου λέω αγαπιόμαστε τόσα εκατομμύρια χρόνια, γιατί να μου θυμώσει τώρα! Άσε που η κατάστασή της πάει από το κακό στο χειρότερο, το ξέρω καλά! Γιατί είναι αλήθεια πως τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου  μου παραπονιόταν πως έχει πονοκέφαλο... Και μου πετούσε κάποτε-κάποτε ένα «τικιτάκ- τικιτάκ», αλλά δεν ανησυχούσα, έλεγα «τικ θα έπαθε, θα της περάσει».. Τώρα όμως.. αχ τώρα...τώρα που κάνει σαν ξυπνητήρι… μπουχουχούυυυ!!!!!, πλάνταξε  ο Ψηλομύτης στο κλάμα, «τώρα ούτε να το σκέφτομαι δεν μπορώ!!» και σαν να ‘πεσε κι άλλη βροχή από σταλακτίτες στο κεφάλι του Χιονάκη, που έπρεπε πλέον αναγκαστικά να βγάλει το πλεχτό σκουφί του γιατί είχε γίνει λούτσα.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Αλλά και ο ίδιος ο Χιονάκης, όσο πιο πολύ σκεφτόταν την Τικιτάκ, τόσο πιο πολύ καταλάβαινε την Κοντοαυγούλα… Είναι αλήθεια πως  τα ρολόγια της πλέον ακούγονταν συνέχεια, ακόμα και την ώρα του μαθήματος... <o:p></o:p>

    -       Ωχ, την καημένη την Κοντοαυγούλα τι θα τραβάει τώρα..., έκανε ο Χιονάκης.<o:p></o:p>

    -       Κατάλαβες καλέ μου Χιονάκη γιατί ανησυχώ, συνέχισε το Βουνό. Γιατί κι άλλες φορές μου έχει αρρωστήσει, μη νομίζεις ότι είμαι κανένα χαζο- ερωτευμένο τρελοβούνι... Πέρυσι για παράδειγμα με τις μεγάλες κακοκαιρίες είχε πάθει πνευμονία και μου ξερόβηχε όλο το χρόνο, αλλά εγώ έκανα υπομονή... Και πρόπερσι πάλι, που της έμπηγαν κεραίες στο κεφάλι με την κοπανούσαν με γερανούς και σφυριά, ούρλιαζε η καημένη από τους πόνους κι εγώ τι να κάνω, πάλι υπομονή... Κι από το νέφος της Τικιτάκ πάλι που κάθε τόσο την πιάνει δύσπνοια και τα δέντρα της μαραίνονται… είναι και χαμηλές οι κορυφές τις βλέπεις δεν είναι σαν κι εμένα… Αλλά τώρα... τώρα...  τώρα...<o:p></o:p>

    Η Καρδιά του Ψηλομύτη είχε γίνει ολόκληρη χιόνι από τα πολλά κλάμματα και οι λιωμένοι σταλακτίτες είχαν πλημμυρίσει την είσοδο της σπηλίτσας.<o:p></o:p>

    -       Μη στενοχωριέσαι Ψηλομύτη!, έκανε αποφασιστικά ο Χιονάκης. Εγώ θα πάω στην Τικιτάκ, θα μάθω τι έχει η Κοντοαυγούλα και θα την γιατρέψω! Δεν είναι κατάσταση αυτή!<o:p></o:p>

    -       Αχ Χιονάκη μου, σε ευχαριστώ, μακάρι να τα κατάφερνες...Αλλά πώς;! ...<o:p></o:p>

    -       Μην ανησυχείς, Ψηλομύτη, κάτι θα σκεφτώ…<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Ψηλομύτης αναστέναξε πάλι και σταμάτησε να μιλά. Τότε ο Χιονάκης κατέβηκε από τη χιονόμπαλα και έκατσε στο έδαφος της σπηλίτσας.  Ώστε το Βουνό είχε πυρετό... Αυτό ήταν ένα πρόβλημα πιο δύσκολο από όλη την αριθμητική που είχε λύσει ποτέ του! Πώς θα μπορούσε να γιατρευτεί η Κοντοαυγούλα από την τρέλα και τα τικιτάκ- τικιτάκ; Εκείνος δεν ήταν ούτε γιατρός, ούτε ωρολογοποιός… Ήταν πολύ καλός στη φυσική βέβαια.. Αλλά και τι μ’αυτό... Ο Χιονάκης σκέφτηκε πάρα πολλές ώρες χωρίς να βρει άκρη. Μέχρι που νύχτωσε τελείως και τον πήρε ο ύπνος μέσα στο ριγέ κασκόλ που φορούσε η Καρδιά του Βουνού. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΨΗΛΟΜΥΤΗ ΤΟ ΠΡΩΙ <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης κοιμήθηκε πολύ ωραία εκείνο το βράδυ. Tα χιόνια τον νανούρισαν με τους γλυκούς τους σκοπούς και όταν το σκουφί του έφευγε από τη θέση του, δυο σκιουράκια πήγαιναν και κάθονταν ακριβώς πάνω στ’αυτιά του σαν ωτοασπίδες για να μην κρυώνει. Πόσο ωραία λοιπόν μπορούσε να κοιμηθεί κάποιος στα χιόνια τυλιγμένος μέσα στο χοντρό ριγέ κασκόλ! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Δεν ξύπνησε παρά όταν άκουσε τη γνώριμη φωνή της Κρυσταλλίδας. Να τη πάλι αυτή η μεθυσμένη νιφάδα που όλο του ‘μπαινε στη μύτη!... Μα πού τον βρήκε εδώ κάτω, μέσα στη χιονότρυπα στα έγκατα της γης;;<o:p></o:p>

    -       Ει ει , ακόμα κοιμάσαι, τράλαλλλλαλάαα, Χιονάκη!, του είπε. Ξύπνα, ξύπνα, σήκω, έχουμε δουλειές, άντε, έλα, κουνήσου!<o:p></o:p>

    Ναι, ναι αμέσως, έκανε ο Χιονάκης και έτριψε τα μάτια του με μία χούφτα χιόνι...<o:p></o:p>

    Αλλά μόλις κοίταξε γύρω του, παραξενεύτηκε.<o:p></o:p>

    -       Μα, τι ώρα είναι, έκανε νυσταγμένος...<o:p></o:p>

    -       Είναι ήδη δέκα, δέ-κα, δέ-κα το πρωί, κατάλαβες, κατάλαβες, πρέπει να ξυπνήσεις- τρααααλαλά!!!<o:p></o:p>

    Και μια και δυο ο Χιονάκης, με οδηγό την Κρυσταλλίδα βγήκε από τη χιονότρυπα και αντίκρυσε την πλαγιά. Ο Ψηλομύτης ακουγόταν ακόμη να στενάζει μέσα από τη σπηλίτσα, κι έβγαζαν οι στεναγμοί του τέτοιο μαράζι που καταλάβαινες αμέσως ότι είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα από τη στενοχώρια του – ίσως και να τα ‘χε τσούξει λιγάκι... <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Από την κορυφή βέβαια για την Κοντοαυγούλα, ούτε λόγος! Το νέφος της Τικιτάκ κάλυπτε όλη την κοιλάδα... Κάτω από την πλαγιά δε φαινόταν ούτε η παραμικρή στρογγυλή αυγουλοκορυφή... <o:p></o:p>

    -       Κρυσταλλίδα, της είπε ψιθυριστά ο Χιονάκης και αλληθώρισε για να τη δει καλύτερα.<o:p></o:p>

    -       Αααπ απ απ Χιονάκη! έκανε η Κρυσταλλίδα. Μη μου κολλάς στη μύτη! Λέγε τι έμαθες!...<o:p></o:p>

    -       ... Κρυσταλλίδα. Άκου με προσεκτικά. Ο Ψηλομύτης είναι πολύ στενοχωρημένος, η Καρδιά του πάει να λιώσει..<o:p></o:p>

    -       Να λιώσει;;; Αααααααααχ μη μου λες τέτοια!<o:p></o:p>

    -       .. πάει να λιώσει από τον καημό του που η Κοντοαυγούλα που έχει τρελαθεί!... Κι έχει πυρετό... <o:p></o:p>

    -       Πυρετό;; Τι πυρετό; πυρεουέτα;;; είπε η Κρυσταλλίδα κι έκανε μια πιρουέτα.<o:p></o:p>

    -       Τριάντα εννιά και τρία! Πρέπει εμείς να κάνουμε κάτι! Και γρήγορα!!<o:p></o:p>

    -       Χαίρω πολύ κύριε Χιονάκη, έκανε κι η Κρυσταλλίδα και χοροπήδηξε στον άερα. Τώρα το καταλάβες εσύ αυτό, τόση ώρα τι σου λέω, ότι πρέπει να κάνουμε κάτι! Ο κύριος Χιονάκης τόσον καιρό δεν έχει καταλάβει τίπορα. <o:p></o:p>

    -       Μα όχι, να τώρα κατάλαβα, για κάτσε να σκεφτούμε. <o:p></o:p>

    -       Να σκεφτούμε; Τι να σκεφτούμε! Βιαζόμαστε Χιονάκη! Άντε, άντε, έλα!... του ξανάπε κι άρχισε πάλι τις παλαβές τις γαργάρες: Τραλαλλαλά - Τραλαλάαααα!!<o:p></o:p>

    Εκείνη τη στιγμή ακριβώς λοιπόν, του Χιονάκη του ήρθε μια ιδέα. Οι νιφάδες ίσως να μπορούσαν να βοηθούσουν!<o:p></o:p>

    -       Αυτό είναι! Κάτσε μισό λεπτάκι Κρυσταλλιδάκι μου... Έχω ένα σχέδιο... Πρέπει να μου φωνάξεις το αεράκι...<o:p></o:p>

    -       Το αεράκι; Πιιιιιφ! Μα τι να το κάνεις το αεράκι, αφού αυτό μπαγιάτεψε! Δε σου μύρισε καθόλου λοιπόν εσένα, πα πα πα πα! … Βρε τι είστε εσείς οι άνθρωποι πια, χαμπάρι δεν παίρνετε, λοιπόν άσε το αεράκι Χιονάκη, θα σου κάνω εγλω...εγλώ... χιιικ... εγώ θα σου αέρα, να, κοίτα φού, φού, φούυυυ!!!!<o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα έκανε τάχα ότι φυσούσε. «Αχ στουπί είναι η αγαπημένη μου νιφάδα!», σκέφτηκε ο Χιονάκης… Και να πεις ότι είχε βραδιάσει! Μόλις από τις δέκα το πρωί.<o:p></o:p>

    -       Κρυσταλλίδα, μου φαίνεσαι λιγάκι μεθυσμένη, ξανάπε ο Χιονάκης...  Άσ’ τα λοιπόν αυτά που κάνεις τα παπαππά και τα φιουφιουφιού,  και πήγαινε να μου φωνάξεις το αεράκι ο π ω σ δ ή π ο τ ε  γιατί μόνο με τη βοήθειά του θα τα καταφέρουμε... Πρέπει να μας πάει αμέσως στην Τικιτάκ. Γιατί αλλιώς, τρέχα – γύρευε... μέχρι να φτάσουμε θα ‘χει νυχτώσει και ζήτω που παγώσαμε!<o:p></o:p>

    -       Ζήτω που καήκαμε θες να πεις!, έκανε η Κρυσταλλίδα. Χμμμμμ… Κατάλαβα Χιονάκη, κατάλαβα… Χικ… μάλλον –ΜΑΛΛΟΝ είπα! κατάλαβα.  Έχεις, χικ, δίκιο. Λοιπόν θα σου το φωνάξω εγώ το λεωφορείο, εεεε το αεράκι θέλω να πω… μισό λεπτό...  Γκαρσόν! Ένα κρασάκι ακόμη παρακαλούμε κι ένα αεράκι... Ώχχ αμάν το κεφάλι μου.. <o:p></o:p>

    -       Τι ‘ναι αυτά που λες πια Κρυσταλλίδα, συγκεντρώσου, έχουμε δουλειές! Πρέπει να με βοηθήσεις! Πρέπει να πάω στην Τικιτάκ αμέσως, εκεί μόνο θα μάθουμε τι συμβαίνει…<o:p></o:p>

    -       Ναι –τράλλλαλαλό!!- έχεις δίκιο Χιονάκη με συγχωρείς, είναι και αυτό το αεράκι που βρωμάει πια, πιφ!...Θα στροβιλιστώ όμως στο πι και φι και θα πάω να το βρω αμέσως να σου το φέρω.. Εν τω μεταξύ πάρε αυτό. <o:p></o:p>

    Και πριν προλάβει να ρωτήσει «ποιο» ο Χιονάκης, ένα μπαλόνι μεγάλο σαν αερόστατο του έπεσε στο κεφάλι. <o:p></o:p>

    -       Πάρε αυτό σου λέω. Να το δέσεις στην πλάτη του Σκίουρου, του είπε η Κρυσταλλίδα. Μην ανησυχείς, θα φουσκώσει μόνο του. Όταν φτάσετε, ξεφούσκωσέ το, μάζεψε το και βάλ’ το στην τσέπη σου.. Ίσως σου ξαναχρειαστεί! <o:p></o:p>

    -       Εντάξει, θα το κάνω. Αχ Κρυσταλλίδα μου, είσαι θησαυρός!, είπε ο Χιονάκης και κοίταξε γλυκά τη μικροσκοπική του φίλη. <o:p></o:p>

    -       Λοιπόν Χιονάκη, εις το επανιδείν... Ελπίζω δηλαδή... εις το επανιδείν…ώωωωωωωω..... Τράλλλαλό, είμαι μια όμορφη νιφάδα εγώ χαριτωμένη...», έκανε φεύγοντας και χάθηκε μέσα στα χιόνια.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ήταν χαριτωμένη αυτή η νιφάδα τώρα μη μου πείτε, όπως και να το πάρει κανείς... Ύστερα ο Χιονάκης φώναξε στον Ψηλομύτη: «Μη σε νοιάζει καθόλου Ψηλομύτη, σύντομα θα γίνει καλά η αγαπημένη σου!».<o:p></o:p>

    Αυτός όμως ποιος ξέρει αν τον άκουσε μέσα στους στεναγμούς του…<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΚΙΤΑΚ!<o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα κράτησε το λόγο της, κι ας ήταν μεθυσμένη, γιατί στο άψε- σβήσε από τη στιγμή που έφυγε άρχισε να φυσάει. Ο Χιονάκης ίσα που πρόλαβε να δέσει το μπαλόνι στην πλάτη του Σκίουρου. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Φυσούσε, φυσούσε… Κι όπως φυσούσε το μπαλόνι φούσκωσε πράγματι σαν αληθινό αερόστατο…Κάνει λοιπόν ο Χιονάκης μία τσουπ! και πηδάει πάνω στο έλκηθρό του το Σκίουρο! Και κάνει και το αεράκι μία ώωωπ! και τους σηκώνει στον αέρα. Κι αρχίζουν τότε οι δυο τους να πετάνε πάνω από την κοιλάδα που χώριζε την Κοντοαυγούλα από τον Ψηλομύτη. Κι αν δε μύριζε και αυτή η βρώμα η κάπως σαν ψαρίλα που είχε κολλήσει το αεράκι, η βόλτα αυτή θα ήταν τέλεια! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Κάποτε είδαν να απλωνεται από κάτω τους η πόλη Τικιτάκ, με το νέφος να αιωρείται χοντρό και πυκνό ακριβώς μπροστά τους και το θόρυβο των ρολογιών να δυναμώνει σιγά-σιγά. Το Χιονάκη τον έπιανε ανακατωσούρα στο στομάχι… <o:p></o:p>

    «Πώπω, τι βρώμα είναι αυτή!» φώναξε αυθόρμητα.<o:p></o:p>

    -       Πώς;;, έκανε το αεράκι, που νόμισε ότι μιλάει σε κείνο.<o:p></o:p>

    -       Αεράκι, είσαι πολύ τυχερό που δεν έχεις μύτη!, του φώναξε. <o:p></o:p>

    -       Όχι, δεν έχω σπίτι!, απάντησε το αεράκι που από ό,τι φαινόταν ούτε και αυτιά είχε. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης γέλασε και σε λίγο έφτασαν ακριβώς επάνω από το γρασίδι του κεντρικού πάρκου της Τικιτάκ. <o:p></o:p>

    - Σε ευχαριστούμε που μας πέταξες ως εδώ!, φώναξε δυνατά ο Χιονάκης και έκανε να σταματήσει.  <o:p></o:p>

    - Δεν κάνει τίποτα!, αποκρίθηκε το αεράκι και δύο ωτοασπίδες πετάχτηκαν στον αέρα μποροστά τους καθώς μιλούσαν. Είμαι στη διάθεση σας και για άλλες διαδρομές. Με τις καινούριες μου ωτοασπίδες, ούτε και ο θόρυβος των ρολογιών της Τικιτάκ με ενοχλεί πια! <o:p></o:p>

    Ύστερα τους προσγείωσε στα μαλακά κι έφυγε βαρύ και λαχανιασμένο για να πάει να φυσήξει άλλού... «Γκουχου-γκούχου», έκανε φεύγοντας… <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης ξέλυσε το αερόστατο από την πλάτη του Σκίουρου, το ξεφούσκωσε, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΕΡΙΚΛΗ<o:p></o:p>

    Το πάρκο της Τικιτάκ  δεν ήταν και πάρα πολύ ωραίο, θα έλεγε μάλιστα κανείς πως ήταν εντελώς χάλια. Για διακόσμηση είχε απολιθωμένες νεραντζιές και ασβεστωμένα δέντρα, χωρίς φύλλα. Στον αέρα, αντί για νιφάδες που τραγουδούσαν, βούιζαν μύγες και κουνούπια στο ρυθμό των ρολογιών: ζίκι-ζακ, ζίκι-ζακ. Τα πεζούλια και τα πλακάκια ήταν γκρίζα, με μια σκόνη επάνω τους που και  δέκα μέρες συνεχόμενες να τα έπλενες δεν έβγαινε με τίποτα. Οι θάμνοι ήταν ψεκασμένοι με ειδικές ουσίες και εντομοκτόνα που έγραφαν πάνω στη συσκευασίες τους: «Προσοχή, κίνδυνος- θάνατος, να μην το εισπνεύσετε». Έτσι από πάνω τα παγκάκια φαίνονταν καθαρά αλλά από κάτω ήταν γεμάτα ψόφια μυρμήγκια. Αφήστε που παντού έβλεπες κουτσουλιές. Και όταν πήγαινες να κάτσεις, κάθε πέντε λεπτά σου έπεφτε και μία στο κεφάλι, ενώ οι περαστικοί φώναζαν «γούρι – γούρι!». Πάνω από όλα όμως(κι αυτό ήταν το χειρότερο) τα πάρκα της Τικιτάκ δεν ήταν αληθινά πάρκα! Δεν μπορούσε δηλαδή να κάτσει κανείς εκεί να διαβάσει την εφημερίδα του με ηρεμία, όπως έκαναν οι μεγάλοι στις πλατείες της Τριαλαλό, ούτε να πάει να παίξει μπάλα και κυνηγητό–ούτε βέβαια να παίξει με κούκλες αν ήταν κορίτσι ούτε καν να πιει τσάι και να μιλήσει με τις φίλες του, αν ήταν η μαμά. Κι αυτό φαινόταν: Τρία αγόρια προσπαθούσαν να παίξουν μπάλα λίγο πιο κάτω: «Μάκη, Μάκη πάσα φώναζε ο ένας», αλλά δεν ακουγόταν. «Κάτσε τέρμα μπανάνα», φώναζε ο άλλος, αλλά ούτε αυτός ακουγόταν. «Δώσε, δώσε μπάλα», φώναζε ένας τρίτος αλλά ούτε αυτός ακουγόταν. Πραγματικά ήταν ένα θαύμα το πώς τα κατάφερναν ακόμα και συνεννοούνταν οι κάτοικοι της Τικιτάκ. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο θόρυβος των ρολογιών ήταν τόσο εκκωφαντικός που το μόνο που σε έκανε να θέλεις να πεις ήταν: Άη στο καλό πια! Γιατί τα ρολόγια χτυπούσαν παντού και συνέχεια: ρολόγια χειρός, ξυπνητήρια και ιδίως το ρολόι του δημαρχείου, το ρολόι της αστυνομίας και το ρολόι των δικαστηρίων. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Έτσι ο Χιονάκης αναγκαζόταν να φωνάζει στους περαστικούς για να τον ακούνε. <o:p></o:p>

    -       Συγγνώμη, κύριε, μήπως ξέρετε πώς μπορούμε να πάμε στην Κοντοαυγούλα; <o:p></o:p>

    -       Α, αα, βιάζομαι τώρα δεν μπορώ να σας πω, λυπάμαι, απάντησε ο περαστικός κοιτώντας το ρολόι του, τικιτάκ-τικιτάκ, βιάζομαι πολύ, τρέχω... Εεεε, ρωτήστε κάποιον άλλον αν θέλετε!...<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης ρώτησε κι έναν ακόμη αλλά δυστυχώς κι αυτός έτρεχε πολύ και λυπόταν και δεν μπορούσε να του απαντήσει, ύστερα κι έναν τρίτον που τον αγνόησε εντελώς, τόσο πολύ έτρεχε... <o:p></o:p>

    Τελικά βρήκε ευτυχώς έναν ηλικιωμένο, περίπου συνομήλικο με τη γιαγιά του. Φορούσε ημίψηλο και κρατούσε μπαστούνι. <o:p></o:p>

    -       Συγγνώμη, κύριε, ρώτησε πάλι ο Χιονάκης, μπορούμε να σας απασχολήσουμε για ένα λεπτό; <o:p></o:p>

    -       Πώς είπατε νεαρέ, δεν σας κατάλαβα, απάντησε ο παππούλης σε κάπως καθαρευσουσιάνικο ύφος.<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης παραξενεμένος επανέλαβε την ερώτηση:<o:p></o:p>

    -       Ναι, λέω, αν μπορείτε να μας βοηθήσετε...<o:p></o:p>

    -       Βεβαίως νεαρέ μου, σας ακούω. Διότι άρτι αφιχθείς εκ του εξωτερικού καθώς είμαι, συγκεριμένα αφιχθείς εξ Αλάσκας, έλαβον ολίγον χρόνον και ενημερώθη πλήρως δια τα τεκταινόμενα εις τας Τικιτάκας. <o:p></o:p>

    -       Εξαλάσκας;, έκανε ο Χιονάκης. Τι είναι αυτό;<o:p></o:p>

    -       Όχι Εξαλάσκας αγαπητέ μου. Εξ Αλάσκας, δηλάδη «από την Αλάσκα[1]».  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Έτσι όπως του μιλούσε ο παππούλης στον πληθυντικό, ο Χιονάκης ένιωσε ξαφνικά τουλάχιστον δέκα πόντους ψηλότερος.<o:p></o:p>

    -       Εγώ και το έλκηθρό μου θέλουμε να πάμε στην Κοντοαυγούλα. Μήπως μπορείτε να μας δείξετε το δρόμο; Γιατί από δω που ήρθαμε σίγουρα θα χαθούμε..<o:p></o:p>

    -       Στην Κοντοαυγούλα! Εννοείτε βεβαίως το γνωστό όρος της σμικρούλας Κοντοαυγουλίας… Μα τι λέτε νεαρέ, προς τί βούλησις τοιαύτη, να ανεβείτε στην Κοντοαυγουλία; Δεν ξέρετε πως αυτή έχει τον τελευταίο καιρό έχει παλαβώσει;... Τοιαύτη ανάβασις θα ήτο άκρως επικίνδυνη δια  την υγεία ενός μικρούλη τύπου σαν εσάς! Πρόκειται περί ογκώδους απερισκεψίας, δια να μην είπω: ανοησίας!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης δεν τα κατάλαβε όλα, μόνο έπιασε το βασικό νόημα. Ο περαστικός αυτός κύριος με το ημίψηλο παρόλο που μιλούσε σ’αυτή τη γλώσσα συμφωνούσε ότι το νέφος ήταν επικίνδυνο δια  την υγεία και ότι η Κοντοαυγούλα κινδύνευε. Χμμμ, μάλλον είχαν πέσει πάνω στο μοναδικό κάτοικο της Τικιτάκ που δεν κοιτούσε το ρολόι του.. Ήταν όμως λιγάκι περίεργος!<o:p></o:p>

    -       Εσείς όμως από πού έρχεσθε και αγνοείτε τα τεκταινόμενα;, συνέχισε ο κύριος με τη χαρακτηριστική άνεση στην καθαρεύουσα. Μου φαίνεσθε ορεσείβιος και συμπεραίνω τούτο εκ μεν του πλεχτού σκουφιού σας, εκ δε των αδιάβροχων ενδυματων σας αγαπητέ... … Μην μου ειπείτε δε ότι έρχεστε από τας Τριαλαλάς;! <o:p></o:p>

    -       Από εκεί έρχομαι πράγματι, είμαι πολύ ορεσείβιος, αποκρίθηκε ο Χιονάκης που ήλπιζε να είχε μαντέψει σωστά ότι ορεσείβιος σήμαινε «αυτός που ζει στα βουνά». <o:p></o:p>

    -       Μα, αγαπητέ μου μικρέ κύριε, είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω! Ω, μα τι ευτυχής σύμπτωση, πόσο περιχαρής είμαι! Σας ενημερώνω λοιπόν ότι η Τριαλαλό ήτο και είναι ακόμη η ιδιαιτέρα πατρίδα μου, όπου εβρίσκετο και το αγαπημένο μου σχολείο! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σε αυτό το σημείο ο παράξενος κύριος δάκρυσε, ακριβώς όπως έκανε η γιαγιά του Χιονάκη όταν σκεφτόταν το παλιό σχολείο της Τριαλαλό... Αμέσως όμως σκούπισε το μάγουλό του με ένα μαντηλάκι που έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του. Το μαντηλάκι είχε κεντημένα επάνω τα αρχικά του ονόματός του: Π. Π. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    -       Πι.Πι.;, έκανε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    -       Περικλής Πρωτομαθητάκης, πρώην πρόεδρος του Δεκαπενταμελούς Μαθητικού Συμβουλίου του πρώτου γυμνασίου της Τριαλαλό και νυν συνταξιούχος και δήμαρχος της Τικιτάκ!, απάντησε μονομιάς ο κύριος Περικλής, τείνοντας του το χέρι σε θέση χειραψίας. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης έδωσε κι εκείνος το δικό του  το χέρι και ο κύριος Περικλής συνέχισε χωρίς να σταματήσει να του το κουνάει: <o:p></o:p>

    -       Χαίρω ιδιαιτέρως, νεαρέ δια την αναπάντεχη γνωριμία μας, είπε...<o:p></o:p>

    -       Κι εγώ πολύ, απάντησε ο Χιονάκης, τραβώντας επιτέλους το χέρι του.<o:p></o:p>

    -       Είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω... <o:p></o:p>

    -       Κι εγώ, ευτυχής… επανέλαβε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    -       Προτιμώ ωστόσο να μην είπω περισσότερα, έκανε..Προτού συστηθείτε και εσείς, μικρέ νεαρέ κύριε... <o:p></o:p>

    -       Εεε, με λένε Χιονάκη, έκανε ο Χιονάκης (ούτε κι εκείνος θυμόταν πια ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Σωτήρης)... Και από δω το έλκηθρό μου, ο Σκίουρος. Ερχόμαστε από την Τριαλαλό όπως σας είπαμε, γιατί μόλις μάθαμε... εεε, δηλαδή μόλις ακούσαμε, ότι η Κοντοαυγούλα κινδυνεύει... γιατί να, τρελάθηκε... Και μόλις ο Ψηλομύτης της μιλάει εκείνη του απαντά αρλούμπες... κι έχει παγώσει η καρδιά του από τη στενοχώρια του καημένου... ε δηλαδή λιώνει στον πυρετό... Καταλάβατε;<o:p></o:p>

    -       Βέβαιως νεαρέ μου, αντελήφθη, έκανε ο κύριος Περικλής... Εννοείτε πως εις τοιάυτο σημείο έχει επαπλωθεί πλέον η ηχορύπανση επί τας Τικιτάκας, ώστε ο αδρός μας Ψηλομύτης να αδυνατεί πλέον ολοσχερώς τα πρωινά να ίδει τη γλυκυτάτην Κοντοαυγουλία του με τας κοντούλικας κορυφάς της δια να τη χαιρετήσει λέγοντάς της:  «Βγες καλή μου να σε δω λιγάκι, αχ  κοντοαυγούλα, κοντοαυγουλάκι...»;!<o:p></o:p>

    -       Ε ναι, αυτό ακριβώς, απάντησε ο Χιονάκης και χάρηκε που ο Κύριος Περικλής τα καταλάβαινε όλα μονομιάς.<o:p></o:p>

    -       Μα αυτό είναι εντελώς τρελό, συνέχισε ο κύριος Περικλής, είναι δια την ακρίβειαν: απερίγραπτο! Αδυνατώ να πιστέψω όπως ένα ειδύλλιο 17.852.739 ετών δύναται να λάβει τέλος τοιουτρόπως!! Είμαι βαθύτατα εκνευρισμένος! <o:p></o:p>

    Ο κύριος Περικλής ήταν απίστευτος! Όχι μόνο είχε ακούσει ήδη τη μαντινάδα του Ψηλομύτη στην Κοντοαυγούλα, αλλά ήξερε και ακριβώς πόσα χρόνια μετρούσε το ειδύλλιο των δύο βουνών...<o:p></o:p>

    -       Ναι, κύριε Περικλή, είπε λοιπόν ο Χιονάκης, είναι όπως το λέτε, απερίγραπτο, Αλλά πώς τα ξέρετε εσείς όλα αυτά;<o:p></o:p>

    -       Αγαπητέ μου Χιονάκη, του είπε ο κύριος Περικλής και από τον εκνευρισμό του σταμάτησε επιτέλους αυτόν τον πληθυντικό και την καθαρεύουσα (που ο Χιονάκης δεν την μπορούσε καθόλου)... Εμείς όλοι οι παλιοί κάτοικοι της Τριαλαλό τα γνωρίζουμε όλα αυτά γιατί παλαιότερα οι φωνές των βουνών ακουγόντουσαν πολύ καλά... <o:p></o:p>

    Ύστερα χαμήλωσε τη φωνή του και είπε:<o:p></o:p>

    -       Και αυτοί οι κάτοικοι της Τικιτάκ, δεν φταίνε οι καημένοι για το θόρυβο, μην τους παρεξηγήσεις παιδάκι μου.. <o:p></o:p>

    -       Τι εννοείτε κύριε Περικλή, έκανε παραξενεμένος ο Χιονάκης.<o:p></o:p>

    -       Κάτσε παιδάκι μου και θα σου διηγηθώ την ιστορία του φρικτού αινίγματος που από πολύ παλιά βασανίζει την Τικιτάκ... <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης πήρε το Σκίουρο και γεμάτος περιέργεια κάθησε επάνω του αναπαυτικά για να ακούσει την ιστορία του κυρίου Περικλή..<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΙΚΙΤΑΚ<o:p></o:p>

    «...Κάποτε, πολύ πριν αναλάβω εγώ δήμαρχος, ζούσε εδώ ένας βασιλιάς, από αυτούς τους ιδιότροπους που τα ήθελαν όλα δικά τους. Είχε φουντωτά μαλλιά άσπρα και μια παλαβή φάτσα, κάπνιζε πίπα και καμιά φορά κρατούσε κι ένα μαγικό ραβδί[2]. Και όλη μέρα (αφού ήταν βασιλιάς και οι βασιλιάδες δεν έχουν άλλες δουλειές εκτός από το να είναι βασιλιάδες) περνούσε το χρόνο του λύνοντας γρίφους, σταυρόλεξα και σπαζοκεφαλιές... <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ήταν πολύ καλός γριφο- λύτης, ίσως ο καλύτερος που είχε περάσει ποτέ από την Τικιτάκ.. Και κάθε φορά που έλυνε κι ένα γρίφο μετρούσε πόσο χρόνο είχε κάνει, ώστε κάθε φορά να βελτιώνεται. <o:p></o:p>

    -       Την πρώτη φορά έλυσε ένα εύκολο πρόβλημα σε δέκα λεπτά. <o:p></o:p>

    -       Τη δεύτερη ένα λίγο πιο δύσκολο πρόβλημα σε εννιά λεπτά. <o:p></o:p>

    -       Την τρίτη φορά ένα ακόμη πιο δύσκολο πρόβλημα σε οχτώμιση λεπτά. <o:p></o:p>

    -       Και ούτω καθεξής. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σιγά-σιγά όμως, έγινε τόσο καλός που δεν τον ικανοποιούσαν πια τα προβλήματα που έλυνε. Κι έτσι άρχισε να φτιάχνει εκείνος προβλήματα, όσο μπορούσε πιο μπερδεμένα. Έκανε ένα δύο τρία, δεκατρία τρία, εκατόν πενήντα τρία δικά του προβλήματα και πάλι τα έλυνε όλα… Τα βαρέθηκε λοιπόν κι αυτά, κι επειδή και πάλι δεν είχε τι να κάνει, σκέφτηκε να αρχίσει να βάζει προβλήματα και στους υπηκόους του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Μια μέρα είπε στον υπεύθυνο των διπλωματικών σχέσων: <o:p></o:p>

    «Θέλω να μου φέρουν σε ένα μήνα από τώρα όσο γάλα και όσο βούτυρο θα χρειαστεί ολόκληρο το βασίλειό μου τον επόμενο χρόνο της βασιλείας μου». <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Πέρασαν δύο εβδομάδες και ακόμη και οι πιο διακεκριμένοι επιστήμονες του βασιλείου δεν είχαν καταφέρει να υπολογίσουν πόσο ακριβώς τυρί και βούτυρο θα ήταν αυτό, αν και ήξεραν ότι «το βασίλειο» του βασιλιά ήταν εκείνος ο ίδιος, που ήταν και ο πρώτος μοναχοφάης. Ο βασιλιάς βέβαια τσαντίστηκε που κανείς δεν κατάλαβε το αίτημά του. Έτσι το έκανε πιο συγκεκριμένο. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Θέλω να μου φέρνετε κάθε πρωί γάλα για τον καφέ μου και βούτυρο για να αλείφω τα ψωμάκια με μαρμελάδα που τρώω: γάλα σε ποσότητα ίση με το ένα τριακοστό από όσο μπορεί να αρμέξει ένας αρμεχτής προβάτου σε ένα μήνα, εάν δεχτούμε πως ένα μέσο πρόβατο παράγει 3 λίτρα γάλα την ημέρα και πως ένας μέσος αρμεχτής αρμέγει με ταχύτητα 0,7 λίτρα την ώρα... και βούτυρο το ένα ογδοηκοστό από όσο μπορεί να χωρέσει μια καρδάρα που έχει βάθος 80 εκατοστά και η διάμετρός της είναι 57 εκατοστά, εάν δεχτούμε πως μισό λίτρο προβατίσιο γάλα για να γίνει βούτυρο πρέπει να χτυπηθεί μία ώρα τουλάχιστον με ταχύτητα 70 πηρουνιές το λεπτό και πως το γάλα φουσκώνει 3 εκατοστά την ώρα εάν ο συντελεστής πήξης του είναι χαμηλότερος από 3,7...»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Ο χρόνος σας αρχίζει από τώρα!», είπε ο βασιλιάς μόλις ολοκλήρωσε το αίνιγμα και έβαλε τους ωρολογοποιούς όλου του βασιλείου της Τικιτάκ να μετράνε το χρόνο μέχρι να βρουν τη λύση του αινίγματος... Και αν τα ρολόγια σας σταματήσουν να χτυπούν πριν βρείτε ακριβώς πόσο βούτυρο και πόσο γάλα χρειάζομαι για το πρωινό μου,  θα πέσουν πάνω σας όλες οι συμφορές του κόσμου. <o:p></o:p>

     <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης παρακολουθούσε με προσοχή όση ώρα ο δήμαρχος μιλούσε. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Τα ρολόγια όλου του βασιλείου λοιπόν από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να χτυπούν ασταμάτητα, συνέχισε να διηγείται ο κύριος Περικλής. Και δε σταμάτησαν ούτε όταν πέθανε ο βασιλιάς και βασίλεψε ο γιος του, ούτε όταν πέθανε κι ο γιος του και βασίλεψε ο εγγονός του… και μέχρι σήμερα ακόμα χτυπούν. Γιατί πια, από παράδοση που πάει από τη μια γενιά στην άλλη, τα κοιτούν χωρίς σταματημό…Λες και προσπαθούν ακόμη να βρουν τη λύση του αινίγματος... <o:p></o:p>


    …Σιγά-σιγά βέβαια όπως καταλαβαίνεις, αγαπητέ Χιονάκη, άρχισαν οι καημένοι να αποτρελαίνονται.... <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    - Χμμ, έκανε στο τέλος ο Χιονάκης σκεφτικός...Θέλετε να πείτε πως οι κάτοικοι της Τικιτάκ κοιτάνε τα ρολόγια τους και τρέχουν όλη  μέρα κι όλη νύχτα σαν παλαβοί μόνο και μόνο επειδή κάποτε ένας βασιλιάς τους έβαλε ένα αίνιγμα να λύσουν...<o:p></o:p>

    - Ναι, κάτι τέτοιο, έκανε αναστενάζοντας και ο κύριος Περικλής... Και λέγεται πως επειδή ούτε οι προπαππούδες τους το έλυσαν, ούτε και οι παππούδες τους, τώρα τα ρολόγια τους χτυπούν ακόμη... <o:p></o:p>

    Αλλά ένα τέτοιο αίνιγμα αγαπητέ μου Χιονάκη είναι άλυτο.. Χρόνια τώρα οι καλύτεροι επιστήμονες της Τικιτάκ προσπαθούν να το λύσουν... <o:p></o:p>

    -       Ξέρετε όμως κάτι κύριε Περικλή, μου φαίνεται πως εγώ μπορώ να το λύσω, έκανε ο Χιονάκης με μια αναλαμπή στο βλέμμα. Το αίνιγμα αυτό είναι το ίδιο με το πρόβλημα της Φυσικής που μας έβαλε ο δάσκαλός μας στο σχολείο προχτές... <o:p></o:p>

    Ο κύριος Περικλής αναστατώθηκε. <o:p></o:p>

    -      Τι λες παιδάκι μου, είπε, είναι δυνατόν να έχεις λύσει ήδη το αίνιγμα της Τικιτάκ;;<o:p></o:p>

    -      Ναι βεβαίως κύριε Περικλή, έχω μαζί μου και την απάντηση...<o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης τότε έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του ένα μίνι τετράδιο φυσικής. Γύρισε τις σελίδες και άρχισε να διαβάζει.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

     «ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ: Ποια η ποσότητα γάλατος και  βουτύρου που χρειάζεται ένας βασιλιάς για το πρωινό του εάν δεχτούμε ότι αυτή αντιστοιχεί στο ένα τριακοστό από όσο μπορεί να αρμέξει ένας αρμεχτής προβάτου σε ένα μήνα, δεδομένου πως ένα μέσο πρόβατο παράγει 3 λίτρα γάλα την ημέρα και πως ένας μέσος αρμεχτής αρμέγει με ταχύτητα 0,7 λίτρα την ώρα... και βούτυρο το ένα ογδοηκοστό από όσο μπορεί να χωρέσει μια καρδάρα που έχει βάθος 80 εκατοστά και η διάμετρός της είναι 57 εκατοστά, εάν δεχτούμε πως μισό λίτρο προβατίσιο γάλα για να γίνει βούτυρο πρέπει να χτυπηθεί μία ώρα τουλάχιστον με ταχύτητα 70 πηρουνιές το λεπτό και πως το γάλα φουσκώνει 3 εκατοστά την ώρα εάν ο συντελεστής πήξης του είναι χαμηλότερος από 3,7...»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Α) Ταχύτητα αρμεχτή = 0,7λ/1ώρα <o:p></o:p>

    Παραγωγή προβατίσιου γάλατος 3λ/ημέρα= 3λ/24ώρες<o:p></o:p>

    1λίτρο / ημέρα επί 30ημ (1μήνα)= 30 λίτρα γάλα σε 30 ημέρες δια του 30 = 1λίτρο <o:p></o:p>

    Β) Βούτυρο: 450 γρ <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΛΥΣΗ: Άρα βασιλιάς χρειάζεται καθημερινά για το πρωινό του 1λίτρο γάλα και 450 γρ. βούτυρο.»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης σήκωσε τα μάτια από το τετράδιο και είπε: «Εντάξει, το βούτυρο δεν το ήξερα.. Mε βοήθησε και λίγο η γιαγιά μου». <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο κύριος Περικλής όμως είχε μείνει άφωνος και με το στόμα ανοιχτό έτοιμο για να μπουν οι μύγες.  Το πρόβλημα ήταν πράγματι το ίδιο! <o:p></o:p>

    - Χμμμ..., έκανε τελικά.. Λες να έχεις δίκιο;; Αυτό θα ήταν μια πολύ καλή αρχή!
    - Μα βέβαια κύριε Περικλή, είναι σίγουρο, το έλεγξε και ο δάσκαλος της Φυσικής και πήρα άριστα… Πού είναι λοιπόν ο βασιλιάς αυτός να του πούμε ότι λύσαμε το πρόβλημά του κι ότι επιτέλους και κείνος μπορεί να λύσει τα μάγια;.. <o:p></o:p>

    Ο κύριος Περικλής έμεινε κάποια δευτερόλεπτα να συλλογίζεται.… Ύστερα πάλι έγινε λιγάκι σκυθρωπός.
    - Μακάρι να ήταν τόσο απλό.. Αλλά ξέρεις, Χιονάκη. ο βασιλιάς μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και καιρό, το ίδιο και τα εγγόνια του, τα παραεγγόνια του, τα δισέγγονα και τα τρισέγγονά του…<o:p></o:p>

    -      Και λοιπόν;<o:p></o:p>

    -      Και λοιπόν, Χιονάκη, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, το αίνιγμα δεν έχει σημασία πια! Είμαι σίγουρος πως οι κάτοικοι της Τικιτάκ πλέον κοιτάνε τα ρολόγια τους από συνήθεια... <o:p></o:p>

    -      Από συνήθεια! Απόρησε ο Χιονάκης. Και τι σημαίνει αυτό;<o:p></o:p>

    -      Η συνήθεια είναι μεγάλη ιστορία μικρέ μου… Την αποκτάς με τον καιρό κι όταν την αποκτήσεις αρχίζεις και κάνεις πράγματα μηχανικά, χωρίς να σκεφτείς αν θες πραγματικά να τα κάνεις. <o:p></o:p>

    -      Τι είναι δηλαδή η συνήθεια, αρρώστια; Ακούγεται περίπου σαν να παθαίνεις στα καλά καθούμενα χαζομάρα, απόρησε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    -      Εεε, περίπου, αποκρίθηκε ο κύριος Περικλής χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Η συνήθεια είναι αυτό που σου επιτρέπει να μην κουράζεις το μυαλό σου με σκέψεις. <o:p></o:p>

    -      Μα εμένα μου αρέσουν οι σκέψεις!, είπε ο Χιονάκης…  <o:p></o:p>

    -      Το ξέρω Χιονάκη και μένα, είπε και ο κύριος Περικλής και έτριψε με το χέρι του το σαγόνι του. Εδώ όμως τα περισσότερα ρολόγια χτυπάνε επειδή οι κάτοικοί της Τικιτάκ τα κουρδίζουν κάθε πρωί από συνήθεια[3]. Το ρολόι της πλατείας, τα ρολόγια των καφενείων, του σχολείου… <o:p></o:p>

    -      Χμμμ.. τρομερό πράγμα η συνήθεια. <o:p></o:p>

    -      Ναι…. Ίσως να τα κουρδίζουν και από φόβο, ποιος ξέρει… <o:p></o:p>

    -      Τι δηλαδή; Φοβούνται να σταματήσουν να τα κουρδίζουν; <o:p></o:p>

    -      Φοβούνται ότι αν τα σταματήσουν, θα πιάσει η κατάρα του βασιλιά: <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και αν τα ρολόγια σας σταματήσουν να χτυπούν πριν βρείτε ακριβώς πόσο βούτυρο και πόσο γάλα χρειάζομαι για το πρωινό μου,  θα πέσουν πάνω σας όλες οι συμφορές του κόσμου. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    -       Πωπω!, έκανε ο Χιονάκης. Αν δεν του το έφερναν δηλαδή θα έπεφτε ο ουρανός στα κεφάλια τους. Την έχω ξανακούσει αυτή την ιστορία… Το ίδιο πράγμα περίπου φοβόντουσαν και στο χωριό του Αστερίξ.  <o:p></o:p>

    -       Όχι Χιονάκη, όχι, όλα αυτά είναι ψέματα!, είπε ο κύριος Περικλής. Εδώ στην Τικιτάκ τίποτα δεν έπεσε ποτέ στο κεφάλι κανενός.   <o:p></o:p>

    -       Δεν είναι αλήθεια αυτό, είπε ο Χιονάκης. Στην Τικιτάκ πέφτουν συνέχεια από τον ουρανό κουτσουλιές. Αλλά, κύριε Περικλή, πείτε μου τώρα, γιατί κάνουν τόσο θόρυβο αυτά τα ρολόγια; Και στην Τριαλαλό έχουμε ρολόγια αλλά δε χτυπάνε τόσο δυνατά!<o:p></o:p>

    -       Μα Χιονάκη, τα ρολόγια της Τικιτάκ χτυπάνε ακριβώς όπως ήταν ρυθμισμένα παλιά. Οι κάτοικοί της τα κουρδίζουν ακόμη με τον ίδιο παμπάλαιο μηχανισμό τους.  Κανείς δε σκέφτηκε να τα αλλάξει και να πάψει πια ο εκκωφαντικός τους ήχος. Και όλα αυτά… <o:p></o:p>

    -       ..Και όλα αυτά από συνήθεια!, συμπλήρωσε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    Ο κύριος Περικλής τότε έβγαλε από την τσέπη του ένα εντελώς αθόρυβο ρολογάκι χειρός. <o:p></o:p>

    -       Ορίστε, είπε, κι εγώ έχω ρολόι. Θα προσπαθούσα να το αποφύγω, αλλά καθώς είμαι δήμαρχος με τόσο αυξημένες υποχρεώσεις δεν μπορώ. Αλλά τι νομίζεις; Δεν έχει ανακαλυφθεί και στα μέρη μας η τεχνολογία των αθόρυβων ρολογιών;; Φυσικά και έχει! Απλώς κανένας κάτοικος της Τικιτάκ δεν έχει σκεφτεί να αλλάξει το ρολόι του.  <o:p></o:p>

    -       Κανείς εκτός από εσάς!, παρατήρησε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    -       Εκτός από μένα, ναι, αποκρίθηκε ο κύριοος Περικλής. Εγώ όμως δεν είμαι κάτοικος της Τικιτάκ! Είμαι γνήσιο γέννημα και θρέμμα της Τριαλαλό, Χιονάκη, ακριβώς σαν κι εσένα.  <o:p></o:p>

    -       Κύριε Περικλή, έκανε και πάλι ο Χιονάκης, πάλι με μπερδεύετε… Πριν μου είπατε ότι μόλις ήρθατε από την Αλάσκα… <o:p></o:p>

    -       Μα ναι, πρώτα Τριαλαλό, ύστερα Αλάσκα και τώρα Τικιτάκ… <o:p></o:p>

    -       Και πού είναι η Αλάσκα, είναι πολύ μακριά;, ρώτησε ο Χιονάκης τον κύριο Περικλή.  <o:p></o:p>

    -       Εεε.. κόμπιασε ο κύριος Περικλής. Ας πούμε ότι η Αλάσκα είναι κάπως πιο πέρα από την Τριαλαλό. <o:p></o:p>

    -       Τώρα που είπατε Τριαλαλό κύριε Περικλή… έχω μια ιδέα... <o:p></o:p>

    -       Τι ιδέα;, ρώτησε ο κύριος Περικλής.  <o:p></o:p>

    -       Χρειάζομαι τη βοήθεια σας…Πρέπει να βρω τρόπο να γυρίσω στην Τριαλαλό… αμέσως!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο κύριος Περικλής κοίταξε το αθόρυβο ρολόι του (γιατί σα δήμαρχος που ήταν, είχε και υποχρεώσεις). Έκατσε λίγο σκεπτικός και αναλογίστηκε το πρόγραμμά του. <o:p></o:p>

    «Δείπνο στο δημαρχείο αύριο, μίτινγκ με τον αντιδήμαρχο μεθαύριο, τραπέζι με τους συνδικαλιστές αντιμεθαύριο». Ύστερα στράφηκε στο Χιονάκη και τον κοίταξε περίπου όπως τον κοιτούσε η γιαγιά του.  <o:p></o:p>

    -       Πιστεύεις ότι θα βρεις τη λύση του αιώνιου προβλήματός μας μικρέ Χιονάκη;;, <o:p></o:p>

    -       Κύριε Περικλή, απάντησε κι ο Χιονάκης, είμαι σίγουρος!! Τώρα που έχουμε βρει το λόγο του προβλήματος… τη λύση την έχουμε στο τσεπάκι! <o:p></o:p>

    -       Αν είναι έτσι.. Αν είναι έτσι αγαπητέ μου Χιονάκη… θα σε πάω αμέσως εγώ ο ίδιος στην Τριαλαλό στο πι και φι!  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΤΟ ΧΙΟΝΟΚΑΘΙΣΜΑΤΑΚΙ <o:p></o:p>

    Και με το που λέει ο κύριος Περικλής «πι και φι», χτυπάει παλαμάκια και φωνάζει: «Νικολάκη!»... <o:p></o:p>

    Και εμφανίζεται μέσα στον ιδρώτα ο βοηθός του κύριου Περικλή, ο Νικολάκης, που τόση ώρα καθόταν σε ένα απ’ τα παγκάκια του πάρκου της Τικιτάκ, στα πενήντα μέτρα παραπέρα και που ο Χιονάκης τόση ώρα, αφοσιωμένος στα λεγόμενα του κυρίου Περικλή και με το θόρυβο γύρω-γύρω δεν τον είχε προσέξει καθόλου... Ο κακομοίρης ο Νικολάκης ήρθε τρέχοντας, σέρνοντας ξοπίσω του ένα παράξενο όχημα. <o:p></o:p>

    -             Από δω ο βοηθός μου ο Νικολάκης, έκανε και ύστερα αμέσως ψιθύρισε: «Δε μιλάει όμως και πολύ διότι είναι από την Αλάσκα και δεν ξέρει να πει ούτε καλημέρα»…  <o:p></o:p>

     Πράγματι ο Νικολάκης παρέμενε σιωπηλός.   <o:p></o:p>

    -       ... Και ορίστε το μέσο μας για την Τριαλαλό!, φώναξε πανηγυρικά ο κύριος Περικλής. Σε προσκαλώ αμέσως τώρα να ανέβεις αγαπητέ Χιονάκη! <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης έστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε με απορία το παράξενο όχημα.<o:p></o:p>

    -       Είμαι περήφανος για αυτό μου το δημιούργημά!, έκανε πάλι ο κύριος Περικλής με χαμόγελο. Το έχω ονομάσει  χιονοκαθισματάκι!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης χαμογέλασε κι αυτός κι ύστερα άρχισε να περιεργάζεται το χιονοκαθισματάκι.  Ήταν ένα μεταφορικό μέσο που έμοιαζε με ποδήλατο και με έλκηθρο συγχρόνως. Μπροστά είχε τιμόνι, σέλα και ρόδα ποδηλάτου. Πίσω πέδιλα του σκι σαν έλκηθρο, μακρουλά και πλατιά σαν μελιτζάνες παπουτσάκια. Στο πλάι και λίγο πιο χαμηλά είχε μάλιστα κι ένα δεύτερο κάθισμα, που φαινόταν ακόμη πιο αναπαυτικό. Αν το σκεφτόσουν, ίσως να έμοιαζε και λιγάκι με διθέσια φόρμουλα –ένα, αλλά αυτή σίγουρα δεν είχε ακόμη εφευρεθεί την εποχή που το έφτιαξε ο κύριος Περικλής.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    -            Ξέρεις Χιονάκη, το χιονοκαθισματάκι είναι μεγάλη εφεύρεση, συνέχισε ο κύριος Περικλής νοσταλγικά. Το σκέφτηκα όταν πήγαινα ακόμη στο σχολείο… <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    « Στην αρχή, όλοι μόλις το είδαν πίστεψαν πως θα γινόταν η σημαντικότερη εφεύρεση του εικοστού αιώνα και ότι θα πουλούσε σαν τρελό. Πού να ξέρω τότε ότι μετά από εμένα θα καθιερωνόταν το αυτοκίνητο. Μόλις το χιονοκαθιματάκι  εμφανίσθηκε να κυκλοφορεί στα χιονισμένα μονοπάτια της Τριαλαλό έκανε θραύση. Επί δύο μήνες τουλάχιστον διάβαζε κανείς στους τίτλους της τοπικής εφημερίδας της Τριαλαλό και της ημερήσιας της Τικιτάκ: <o:p></o:p>

    « Ποδοκαθισματάκιον, η νέα μόδα εις τας Τριαλαλάς και τας Τικιτάκας»<o:p></o:p>


    Εγώ βέβαια έλαμπα από τη χαρά μου... Θυμάμαι μάλιστα πως έλεγα στην τότε αγαπημένη μου:<o:p></o:p>

    -       Μετά του ποδοκαθισματακίου τούτου, ενδυνάμεθα πλέον να κάμουμε τους περιπάτους μας στον Ψηλομύτη και στην Κοντοαυγούλα χωρίς κόπο πολύ και δίχως πλέον να φοβούμεθα μη και δεν προφτάσουμε να επιστρέψουμε εις ώραν και βραδύσει… <o:p></o:p>

    … Καταλαβαίνεις Χιονάκη πως το χιονοκαθισματάκι ήταν πολύ πρακτικό και ασύλληπτα γρήγορο, εκατό φορές πιο γρήγορο από έλκηθρο..»<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Αποκλείεται να είναι πιο γρήγορο από το Σκίουρο!” σκέφτηκε τότε ο Χιονάκης και είπε: <o:p></o:p>

    - Ένα πράγμα δεν κατάλαβα μόνο κύριε Περικλή, τον ρώτησε τότε ο Χιονάκης που παρακολουθούσε την ιστορία. Ωραίο το χιονοκαθισματάκι που κατεβαίνει τις πλαγιές. Αλλά πώς τις ανεβαίνει; Εμείς δηλαδή τώρα, πώς θα ανέβουμε στην Τριαλαλό;; <o:p></o:p>

    - Α κανένα πρόβλημα μικρέ μου, είπε ο κύριος Περικλής και έγνεψε στο Νικολάκη. Θα μας πάει ο Νικολάκης! <o:p></o:p>

    - Θα μας πάει ο Νικολάκης;;;<o:p></o:p>

    - Ναι αποκρίθηκε ο κύριος Περικλής. Θα δεις είναι πολύ πρακτικό. Ο Νικολάκης από μικρός τρώει δυναμωτικά βότανα που φυτρώνουν στα βουνά της Αλάσκας και θα μας ανεβάσει έτσι στο πι και φι. Κάθησε, όμως Χιονάκη, κάθησε και θα δεις μόνος σου.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης κάθισε δίπλα στον κύριο Περικλή, παίρνοντας το Σκίουρο στα χέρια. Τουλάχιστον ήταν αναπαυτικά. <o:p></o:p>

    - Έχεις την τύχη να είσαι ο πρώτος κάτοικος της Τριαλαλό που δοκιμάζεις το χιονοκαθισματάκι ύστερα από τόσα χρόνια, αγαπητέ μου, του είπε. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΛΑΛΟ <o:p></o:p>

    Άρχισε λοιπόν ο Νικολάκης να σπρώχνει με όλη του τη δύναμη και πράγματι άρχισαν να ανεβαίνουν. Παρά τα δυναμωτικά βότανα που έτρωγε όμως, ο Νικολάκης ύστερα από εκατό μέτρα κουράστηκε και άρχισε να αγκομαχά. <o:p></o:p>

    -       Έλα Νικολάκη, πάμε, του φώναζε ο κύριος Περικλής. <o:p></o:p>

    Πού να κουνηθεί όμως ο καημένος Νικολάκης που όλο ξεφυσούσε από την κούραση. Φαίνεται οι πλαγιές του Ψηλομύτη ήταν πιο απότομες από αυτές της Αλάσκας.  <o:p></o:p>

    -       Κύριε Περικλή, είπε τότε ο Χιονάκης. Αυτές οι Αλασκιανές μέθοδοι που χρησιμοποιείτε είναι πολύ περίεργες και πολύ κουραστικές για το Νικολάκη. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης τότε κατέβηκε από το χιονοκαθισματάκι και έβγαλε από την τσέπη του το μπαλόνι-  αερόστατο που του είχε δώσει η Κρυσταλλίδα. Το έδεσε στην πλάτη του χιονο-καθισματακίου. <o:p></o:p>

    -       Κοιτάξτε κύριε Περικλή, αυτό το μπαλόνι είναι πιο αποτελεσματικό. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Με το πρώτο αεράκι που φύσηξε, το χιονοκαθισματάκι έκανε κι αυτό ένα «τσουπ!» και  εκτοξεύτηκε στις ανηφοριές. Δεν πετούσε βέβαια, σαν τον Σκίουρο(ίσως γιατί ο κύριος Περικλής ήταν αρκετά χοντρούλης), αλλά πήγαινε πολύ γρήγορα, τόσο που ο Νικολάκης έτρεχε από πίσω τους να τους προλάβει.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Όταν έφτασαν, ο Χιονάκης τύλιξε άλλη μια φορά το μπαλόνι- αερόστατο και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του.  <o:p></o:p>

    -       Γιαγιά, γύρισα!, φώναξε ο Χιονάκης μπαίνοντας στο σπίτι, τινάζοντας το Σκίουρο από τα χιόνια της αυλής που είχαν κολλήσει πάνω στα ξύλινα πόδια του.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η γιαγιά ήταν και πάλι ξαπλωμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα. Όλοι στο σπίτι είχαν ανησυχήσει...<o:p></o:p>

    -       Χιονάκη, του είπε αμέσως, η μαμά και ο μπαμπάς ανησύχησαν πολύ. Άλλη φορά θα πρέπει να τους το λες αν είναι να φεύγεις για δυο μέρες… Εγώ βέβαια κατάλαβα ότι είχες ανέβει στην κορφή Τριαλαλό, μη μου πεις ότι κοιμήθηκες κιόλας εκεί;<o:p></o:p>

    -       Ναι γιαγιά, εκεί κοιμήθηκα, μέσα στο κασκόλ της καρδιάς του βουνού…<o:p></o:p>

    -       Χμμ, έκανε η γιαγιά… Και μη μου πεις ότι πήγες και στην Τικιτάκ...<o:p></o:p>

    -       Ναι ναι, πήγα στην Τικιτάκ, συμπλήρωσε ο Χιονάκης… Εκεί γνώρισα τον κύριο Περικλή ξέρεις…Να τώρα, παρκάρει το χιονοκαθισματάκι του στην αυλή και έρχεται…<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Η γιαγιά σε αυτό το σημείο ανασήκωσε βλέμμα της και τα γυαλιά της έπεσαν στην άκρη της μύτης της. <o:p></o:p>

    -       Τι λες Χιονάκη μου… Ποιον κύριο Περικλή γνώρισες με χιονοκαθισματάκι… Εγώ έναν Περικλή ξέρω, τον Περικλή Πρωτομαθητάκη… Δε γίνεται όμως να λες αυτόν;;! <o:p></o:p>

    «Πώπω, όλα τα ήξερε πια η γιαγιά; Πώς ήταν δυνατόν;», σκέφτηκε ο Χιονάκης.<o:p></o:p>

    -       Ναι, αυτόν, απάντησε απορημένος. <o:p></o:p>

    -       Τι λες Χιονάκη μου, γνώρισες τους παλιό μου συμμαθητή στο πρώτο γυμνάσιο της Τριαλαλό; Ο Περικλής μας, που έπαιζε το καλύτερο ακορντεόν στη χορωδία!, έκανε η γιαγιά βγάζοντας εντελώς τα γυαλιά της. Ο Περικλής Πρωτομαθητάκης; Ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς μας και καλύτερός μου φίλος;!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σε εκείνο το σημείο μπήκε στο σαλόνι ο κύριος Περικλής λέγοντας «άφησα το Νικολάκη έξω να προσέχει το…» . Μα μόλις είδε τη γιαγιά του Χιονάκη ο κύριος Περικλής χλώμιασε και πήγε να λιποθυμίσει. «Μπετούλα;;;,» είπε. Ακολούθησε παύση δύο λεπτών.  <o:p></o:p>

    -       Περικλή.. εσύ είσαι, είναι δυνατόν;;!, είπε κι η γιαγιά που δεν πίστευε στα μάτια της. Μα… μα… δεν το πιστεύω…<o:p></o:p>

    Οι δυο τους κοιτάζονταν με γουρλωμένα μάτια σαν ψάρια.<o:p></o:p>

    -       Μπετούλα; Μπετούλα; Έλεγε συνεχόμενα ο κύριος Περικλής , ώσπου στο τέλος η γιαγιά σηκώθηκε από την κουνιστή της καρέκλα και τον αγκάλιασε με έναν ενθουσιασμό τρομερό.<o:p></o:p>

    -       Ε, δε θα ‘μαστε με τα καλά μας, είπε η γιαγιά. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης παρακολουθούσε την απίστευτη σκηνή.. «Ώστε η γιαγιά μου ήταν η αγαπημένη του κυρίου Περικλή πριν πενήντα χρόνια;», σκέφτηκε και απορούσε με όλα αυτά που του τύχαιναν.<o:p></o:p>

    -       Βρε για δες πώς τα φέρνει η ζωή…, έλεγε ο κύριος Περικλής και γελούσε κι έκλαιγε μαζί από τη μεγάλη του συγκίνηση. <o:p></o:p>

    -       Πωπώωω βρε παιδάκι μου πώς άλλαξες έτσι…, έλεγε η γιαγιά και έτριβε τα μάτια της γιατί φαίνεται ακόμη δεν το πίστευε πως έβλεπε μπροστά της τον κύριο Περικλή. <o:p></o:p>

    -       Έχεις κάνει αυτή την τεράστια καράφλα βρε Περικλάκο μου και δε σε γνώρισα…, έκανε τελικά. <o:p></o:p>

    -       Κι εσύ βρε Μπετούλα φοράς αυτά τα πελώρια γυαλιά… <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Έτσι λοιπόν ο Χιονάκης άφησε τον κύριο Περικλή και τη γιαγιά του να πουν τα δικά τους και να σχολιάσουν με την ησυχία τους ο ένας τον άλλον. Εκείνος δεν είχε ξεχάσει πως έπρεπε να σώσει την Κοντοαυγούλα που είχε τρελαθεί και τον Ψηλομύτη που έλιωνε από τον πυρετό… Και ιδίως δεν είχε ξεχάσει πως για να ολοκληρωθεί το σχέδιό του έπρεπε οπωσδήποτε να βρει την αγαπημένη του νιφάδα Κρυσταλλίδα!!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΧΙΟΝΑΚΗΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ <o:p></o:p>

    Μια και δυο λοιπόν ο  Χιονάκης ανέβηκε και πάλι στην κορφή Τριαλαλό… <o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα, που γυρνοβολούσε κοντά τον αναγνώρισε αμέσως από το πλεχτό σκουφί του που δεν το αποχωριζόταν ποτέ.<o:p></o:p>

    -       Ει, έι, εμείς οι δυο δεν είχαμε πει εις το επανιδείν; Χικ…, νομίζω; Ακούστηκε η φωνούλα της νιφάδας, που πήγε και ‘κατσε ως συνήθως πάνω στη μύτη του… <o:p></o:p>

    -       Κρυσταλλίδα, έκανε και ο Χιονάκης καταχαρούμενος. Εσένα έψαχνα!! <o:p></o:p>

    Όσο και μεθυσμένη και να κυκλοφορούσε πάντα, ήταν η πιο χαριτωμένη νιφάδα του κόσμου.<o:p></o:p>

    -       Έι, χαρούμενο σε βλέπω Χιονάκη, χιχιχιχι.. Έχουμε νέα από το Βουνό μας, έμαθες μήπως αν θα μας καταψύξει κατ’ευθείαν ή σιγά- σιγά, Τριαλαααα, τραλαλά;;! <o:p></o:p>

    -       Βρε Κρυσταλλίδα, της είπε, δεν έχει βγει καλά –καλά ο ήλιος και συ είσαι ήδη μεθυσμένη; Τι θα κάνουμε πια μαζί σου… <o:p></o:p>

    -       Ει, Χιονάκη, μη μου φωνάζεις… αποκρίθηκε η Κρυσταλλίδα!, δε φταίω εγώ, ξέρεις, το αελά.. το αερλ…το αράκι φταίει! Είναι τόοοσο μεθυστικό!, αααχ, τριαλαλό! <o:p></o:p>

    -       Ναι, είναι αλλά εσύ βρε Κρυσταλλίδα… Κρυσταλλί… Κρυσατατραλλαλό, τριαλαλό, ούπς!... <o:p></o:p>

    Μάλλον άρχιζε να τον πιάνει και το Χιονάκη το μεθύσι της Τριαλαλό! Αλλά σοβαρεύτηκε αμέσως και είπε:<o:p></o:p>

    -       Λοιπόν Κρυσταλλίδα, άκουσέ με, έχουμε νέα. Είναι σίγουρο πως ο Ψηλομύτης μας θα γίνει καλά.<o:p></o:p>

    Η νιφάδα δε χρειάστηκε να ακούσει περισσότερες λεπτομέρειες… <o:p></o:p>

    -       Ώωωωω!, έκανε. Αλήθεια; Αλήθεια Χιονάκη; Ααα μα εσύ είσαι και ο πρώτος! Αλήθεια, τα κατάφερες;<o:p></o:p>

    -       Ε, ναι, έκανε ο Χιονάκης και κοκκίνισε πάλι, δηλαδή δεν τα κατάφερα ακόμη ακριβώς, σε λίγο θα τα καταφέρω… Χρειάζομαι τη βοήθεια σου, καλή μου νιφάδα, δηλαδή τη βοήθειά σας... Πρέπει να κατεβείτε όλες μαζί στην Τικιτάκ.. Έχετε μια αποστολή…<o:p></o:p>

    -       Αποστολή;; Τι αποστολή;; Θα κάνουμε μυστικές αποστολές; Σαν τη Μάτα Χάρι;; Είναι επικίνδυνα αυτά τα πράγματα Χιονάκη! Προσοχή, προσοχή!<o:p></o:p>

    -       Όχι, όχι καλή μου Κρυσταλλίδα, ποτέ δε θα σε έβαζα να κάνεις κάτι επικίνδυνο… Να, απλώς θα κατεβείτε όλες μαζί οι νιφάδες κάτω στην κοιλάδα και θα στρωθείτε πάνω στα ρολόγια της Τικιτάκ… <o:p></o:p>

    -       Πώς; Θα στρωθούμε πάνω τους;; <o:p></o:p>

    -       Ναι, ναι, θα στρωθείτε πάνω τους ώσπου να κρυώσουν και να χαλάσουν… Κι έτσι επιτέλους θα σταματήσουν! Γιατί ξέρεις τι Κρυσταλλίδα, αυτοί οι κάτοικοι της Τικιτάκ τα κάνουν όλα από συνήθεια.. Εμείς όμως.. θα τους μπερδέψουμε!  <o:p></o:p>

    -       Πωπω Χιονάκη, έκανε η Κρυσταλλίδα, τι τρομερή ιδέα είναι αυτή! Αν τους μπερδ.. μποερδ.. χικ!, αν τους μπερδέψουμε θα τα χάσουν εντελώς!  Σαν να λέμε θα αποσυντονιστούν!<o:p></o:p>

    -       Αυτό ακριβώς θέλουμε Κρυσταλλίδα! Να αποσυντονιστούν! Άσε που αν σταματήσουν να χτυπάνε τα ρολόγια και σταματήσουν και οι άνθρωποι να τρέχουν βιαστικά πέρα δώθε, ίσως σταματήσουν να κινούνται και τα εκατομμύρια αυτοκίνητα της Τικιτάκ. Ο φρικτός θόρυβος της Τικιτάκ θα σταματήσει!<o:p></o:p>

    -       Αχ ναι Χιονάκη!, έκανε η Κρυσταλλίδα και στροβιλίστηκε χαρούμενη. Κι αν σταματήσει ο θόρυβος… η κακόμοιρη Κοντοαυγούλα θα ξεζαλιστεί και θα γιατρευτεί! <o:p></o:p>

    -       Πολύ σωστά Κρυσταλλίδα! Θα σταματήσει να κάνει τικιτάκ-τικιτάκ σαν ξυπνητήρι... Και ο Ψηλομύτης μας θα γίνει καλά και θα πάψει η καρδιά του να είναι παγωμένη. <o:p></o:p>

    -       Λοιπόν, Χιονάκη, είσαι και ο πρώτος! Τράααλαλαλο! Πετάω, έφυγα, τρέχω! Πάω να φωνάξω και τις άλλες, θα γίνει μεγάλο πανηγύρι, ωωω, τριαλαλό! Λέω να μεθύσουμε, εσύ τι λες;! Να φτιάξουμε ένα κοκτέιλ; Πάω να φωνάξω και τους χιονάνθρωπους…α όχι ξεχάστηκα, αυτοί δεν μπορούν να περπατήσουν… Καλά πάω να φωνάξω τότε μονάχα το φιου-φιου-φιου…, ξέρεις ποιο το φιου-φιου-φιου… <o:p></o:p>

    -       Εεε, όχι, ποιο φιού- φιού… έκανε ο Χιονάκης λίγο χαζεμένος γιατί καμιά φορά στ’ αλήθεια την έχανε την Κρυσταλλίδα όταν άρχιζε να κάνει τα τρελά της. <o:p></o:p>

    -       Το αεράκι ντε!, έκανε η Κρυσταλλίδα κι έκανε να φύγει… <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ύστερα όμως γύρισε και κοίταξε το Χιονάκη απότομα και σαν να ξεμέθυσε μονομιάς. <o:p></o:p>

    -       Μα τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα… τι λες Χιονάκη;;! Να φύγουμε όλες οι νιφάδες από την Τριαλαλό και να πάμε στην Τικιτάκ; <o:p></o:p>

    -       Εε, ναι, αυτό λέω…<o:p></o:p>

    -       Τι λες Χιονάκη, είσαι με τα καλά σου;;; Εύκολα πράγματα σου φαίνονται αυτά;  Πώς το σκέφτηκες δηλαδή αυτό, μα πώς σου πέρασε από το μυαλό;; Και ο Ψηλομύτης;;; Ο Ψηλομύτης θα μείνει μόνος του χωρίς εμάς;; Ένας Ψηλομύτης χωρίς χιόνια;;; Κι εμείς να κάνουμε διακοπές ξάπλα πάνω στα ρολόγια της Τικιτάκ;;; Έχεις τρελαθεί μήπως;;<o:p></o:p>

    -       Μα γιατί;, έκανε ο Χιονάκης και τρόμαξε από την απότομη αλλαγή της Κρυσταλλίδας. «Θα τα ‘χουν αυτά οι μεθυσμένοι φαίνεται», σκέφτηκε από μέσα του.   <o:p></o:p>

    -       Καλέ άκου εδώ ο μικρούλης τι μας λέει, άκου εδώ! Κατ΄’αρχάς Χιονάκη μου, απ’όσο ξέρεις, ΑΝ ξέρεις δηλαδή, Ψηλομύτης μας χωρίς τη λευκή του φορεσιά δεν αντέχει ούτε λεπτό!! ΕΜΕΙΣ τον κρατάμε χιονισμένο ξέρεις, εμείς οι νιφάδες.. Γιατί μπορεί ΕΣΕΙΣ οι άνθρωποι να κρυώνετε μόλις σας ακουμπάμε, αλλά ο Ψηλομύτης όχι! Για εκείνον είμαστε η χειμωνιάτικη φορεσιά του…Πώς θα αντέξει ξαφνικά χωρίς εμάς! Κατάλαβες Χιονάκη; Μα πόσο εγωιστές είστε εσείς οι άνθρωποι επιτέλους, μόνο τους εαυτούς σας σκέφτεστε!!! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Εγωιστές;;;», έκανε ο Χιονάκης από μέσα του. Μα τι πικρά που ήταν τα λόγια αυτά της Κρυσταλλίδας... Προσπάθησε όμως να μην παρεξηγηθεί γιατί όπως είπαμε την Κρυσταλλίδα τη συμπαθούσε πολύ.  <o:p></o:p>

    -       Δεν είμαι εγωιστής καλή μου νιφάδα!, της είπε μαλακά. Κι αν ο Ψηλομύτης ντρέπεται να τον δουν χωρίς τη χιονισμένη φορεσιά του, εγώ έχω βρει ήδη τον τρόπο να τον κρατήσουμε ζεστό μέχρι να επιστρέψετε. Κανείς δε θα καταλάβει τη διαφορά!<o:p></o:p>

    «Χμμμ…», έκανε κάθε τόσο η Κρυσταλλίδα, «δεν είμαι σίγουρη». <o:p></o:p>

    -       Έλα Κρυσταλλίδα μου, σε παρακαλώ, άκου αυτό που λέω.. Είναι πολύ σημαντικό… Και τα υπόλοιπα, άσ’ τα πάνω μου!<o:p></o:p>

    -       Καλά, έκανε στο τέλος η νιφάδα. Αλλά δεν μπορώ να πάρω μόνη μου μια τέτοια απόφαση.. Πρέπει να ρωτήσω και τις άλλες. Επιστρέφω. <o:p></o:p>

    Η Κρυσταλλίδα πέταξε στον αέρα και πράγματι επέστρεψε σε δυο λεπτά μέσα σε μια μικρή χιονοθύελλα.  <o:p></o:p>

    -       Εντάξει λοιπόν Χιονάκη, θα σε εμπιστευτούμε. Δεν έχουμε και πολλές επιλογές άλλωστε… Ελπίζω να έχεις δίκιο. Γιατί αν δεν τα καταφέρουμε… πώς θα γυρίσουμε πάλι στον Ψηλομύτη;;; Ο θόρυβος θα μας έχει τρελάνει κι εμάς στο δρόμο… ΑΝ δηλαδή δε μας έχουν πνίξει πρώτα τα καυσαέρια! Ωωω είναι τραγικόο!.. <o:p></o:p>

    -       Σε ευχαριστώ καλή μου νιφάδα…<o:p></o:p>

    -       Κορίτσια!!!, φώναξε η Κρυσταλλίδα τότε. Φεύγουμε για την Τικιτάκ!!! <o:p></o:p>

    -       Μην ανησυχείς καθόλου, όλα θα πάνε καλά! , της φώναξε ο Χιονάκης από μακριά, αν και από μέσα του φοβόταν και λιγάκι. Ύστερα έτρεξε να βρει τη γιαγιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΕΝΑ ΠΟΥΛΟΒΕΡ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΗΛΟΜΥΤΗ<o:p></o:p>

    Η γιαγιά καθόταν με τον κύριο Περικλή στη βεράντα του σπιτιού και μιλούσαν λέγοντας συνέχεια ο ένας στον άλλον «θυμάσαι τότε που...». Έδειχναν πολύ χαρούμενοι μαζί, παρόλο που ο κύριος Περικλής συνέχεια έλεγε πόσο στενοχωριόταν που δεν είχε φέρει το ακορντεόν του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο Χιονάκης πλησίασε και είπε στη γιαγιά: <o:p></o:p>

    - Γιαγιά, χρειάζομαι τη βοήθειά σου, οπωσδήποτε! <o:p></o:p>

    - Ναι Χιονάκη μου, απάντησε εκείνη όπως συνήθως. Τι έγινε;<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Εκείνος της απάντησε (σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που η γιαγιά σίγουρα τον καταλάβαινε μόνο και μόνο επειδή ήταν γιαγιά):<o:p></o:p>

    -       Ξέρεις γιαγιά, πρέπει να πλέξουμε ένα τεράστιο πουλόβερ για τον Ψηλομύτη για να μη ζεσταθεί.. ε.. δηλαδή για να μην κρυώσει.. και να του περάσει ο πυρετός.. ένα λευκό πουλόβερ.. επειδή είναι χειμώνας.. και ντρέπεται χωρίς χιόνια... δηλαδή, κρυώνει.. κατάλαβες; Επειδή οι νιφάδες θα πάνε στην Τικιτάκ να παγώσουν τα ρολόγια και να σώσουν την Κοντοαυγούλα από τους θορύβους και τα τικιτάκ τικιτάκ... Κι έτσι ο Ψηλομύτης θα της τραγουδάει και πάλι και θα γίνει καλά και θα σωθούμε… <o:p></o:p>

    -       Μάλιστα, έκανε η γιαγιά. Πρέπει να φτιάξουμε ένα πουλόβερ για τον Ψηλομύτη δηλαδή..<o:p></o:p>

    -       Ναι ναι, έκανε κι ο Χιονάκης, σε παρακαλώ γιαγιά, μπορείς;<o:p></o:p>

    Η γιαγιά σκέφτηκε για λίγο. <o:p></o:p>

    - Νομίζω ότι δεν μπορώ να πλέξω μόνη μου ένα τόσο μεγάλο πουλόβερ Χιονάκη…Πρέπει να φωνάξουμε και τις άλλες γιαγιάδες! <o:p></o:p>

    - Ααα, έκανε κι ο κύριος Περικλής, που από μικρός ήταν πολύ καλός στις δημόσιες σχέσεις. Αφήστε το πάνω μου αυτό. Θα αναλάβω εγώ να φωνάξω όλες τις γιαγιάδες της Τριαλαλό.. Λοιπόν ετοιμαστείτε! Έχουμε ραντεβού στην κεντρική πλατεία σε δέκα λεπτά. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και τότε ο κύριος Περικλής πήγε αμέσως με το χιονοκαθισματάκι του να κόψει βόλτες στα στενάκια της Τριαλαλό. Οι γιαγιάδες τον αναγνώριζαν αμέσως και έβγαιναν έξω από τα σπίτια τους. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και.. χαιρετούρα από δω, χαιρετούρα από κει… Ο κύριος Περικλής μάζεψε και τις εκατό γιαγιάδες της Τριαλαλό στην κεντρική πλατεία στο πι και φι. Είχαν φέρει τα λευκά κουβάρια με το μαλλί τους και κρατούσαν και τις βελόνες πλεξίματος. Μαζί με τις γιαγιάδες μάλιστα είχαν έρθει μαζί και μερικοί παππούδες που, αν και δεν ήξεραν να πλέκουν, μπορούσαν να βοηθήσουν στην εμψύχωση της ομάδας. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Στο μεταξύ είχε πιάσει ένα περίεργο αεράκι που έπαιρνε τις νιφάδες από κάτω που ήταν στρωμένες και τις σήκωνε στον αέρα. <o:p></o:p>

    «Ευτυχώς, έχουμε λίγο χρόνο μέχρι να φύγουν όλες οι νιφάδες για την Τικιτάκ», σκέφτηκε ο Χιονάκης. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ο κύριος Περικλής στο μεταξύ εξηγούσε στις γιαγιάδες το εγχείρημα: <o:p></o:p>

    «Λοιπόν», τους έλεγε, «θα πάρετε τα κουβάρια με το μαλλί και θα αρχίσετε να πλέκετε. Κάθε γιαγιά θα πλέκει και μια κορυφή… εεε, εννοώ ότι κάθε γιαγιά θα πλέκει ένα πουλόβερ για μια κορυφή». <o:p></o:p>

    Και τι σύμπτωση! Ο Ψηλομύτης είχε εκατό κορυφές, όσες ακριβώς και οι γιαγιάδες του χωριού.   <o:p></o:p>

    -       Έτοιμες;, φώναξε ο κύριος Περικλής. Πάμε! <o:p></o:p>

    Οι γιαγιάδες άρχισαν να πλέκουν το πουλοβεράκι του Ψηλομύτη με τρομερές ταχύτητες, χρησιμοποιώντας κουβάρια και κλωστές, χρώματος λευκού: λευκό ανοιχτό, λευκό σκούρο, λευκό πιο σκούρο. Αν τις έβλεπε κανείς πόσο γρήγορα και με πόση δεξιοτεχνία χειρίζονταν τις βελόνες τους θα έλεγε πως οι γιαγιάδες της Τριαλαλό ήταν οι πιο απίστευτες γιαγιάδες του κόσμου. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Σιγά-σιγά λοιπόν στην κεντρική πλατεία μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Τριαλαλό να μάθουν τι συμβαίνει. Και μόλις ο Χιονάκης και ο κύριος Περικλής τους εξηγούσαν, ήθελαν αμέσως κι αυτοί να βοηθήσουν.  Έτσι, στήθηκε στην Τριαλαλό ένα πανηγύρι που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Κράτησε εφτά μέρες κι εφτά νύχτες, ακριβώς το διάστημα που χρειάζονταν οι νιφάδες για να μετακομίσουν στην Τικιτάκ και να απλωθούν φαρδιές-πλατιές πάνω στα ρολόγια. Άλλοι έφερναν πρόβατα για να τα κουρέψουν και να έχουν κι άλλο μαλλί, άλλοι τακτοποιούσαν το χαμό από κουβάρια μαλλιά και βελόνες, άλλοι έφερναν στις γιαγιάδες φαγητό, νερό και γλυκά καθώς έπλεκαν για να παίρνουν δυνάμεις κι άλλοι κάθονταν δίπλα τους και, κοιτώντας με το ένα μάτι τις κορυφές του Ψηλομύτη, τις καθοδηγούσαν και τους έλεγαν τι σχήμα πλεκτό έπρεπε να φτιάξουν. Άλλοι τέλος έπαιρναν τα έτοιμα κομμάτια από το πουλόβερ για να τα ανεβάσουν στις κορυφές του Ψηλομύτη ώστε να τον σκεπάζει όπου δεν είχε χιόνια. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Όταν πια οι νιφάδες είχαν απλωθεί για τα καλά στην Τικιτάκ και το πουλόβερ ήταν σχεδόν έτοιμο, κανένας δε θα μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Και τότε ο κύριος Περικλής είπε στο Χιονάκη: <o:p></o:p>

    -       Συγχαρητήρια Χιονάκη! Λύθηκαν τα μάγια της Τικιτάκ! Τώρα δεν πέφτουν στα κεφάλια των κατοίκων της συμφορές, αλλά νιφάδες χιονιού! <o:p></o:p>

    Και είχε δίκιο ο κύριος Περικλής γιατί αυτό που έγινε εκείνη τη μέρα πράγματι δεν είχε ξαναγίνει κι αν έβλεπε κανείς καρτ-ποστάλ της εποχής εκείνης σίγουρα θα απορούσε! ... Τα δυο βουνά ήταν κάτασπρα, η κοντοαυγούλα χιονισμένη, και ο Ψηλομύτης με πουλόβερ Κι από την άλλη, στην κορυφή της Τριαλαλό οι εκατό γιαγιάδες με τις τεράστιες κουβαρίστρες τους, το αεράκι να φυσάει και στον αέρα να αντιλαλεί το τραγούδι των βουνών, ελαφρώς αλλαγμένο: <o:p></o:p>

    -       Αχ κοντοαυγούλα κονταυγουλάκι, χωρίς εσένα δεν μπορώ ούτε λεπτάκι!, έλεγε ο Ψηλομύτης.<o:p></o:p>

    -       Ωραίο πουλόβερ! απαντούσε και η Κοντοαυγούλα και κοκκίνιζε.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

     Στην Τικιτάκ δεν έβλεπες πια ασβεστωμένα παγκάκια αλλά παντού χιονάνθρωπους που χασκογελούσαν.. Κι ούτε άκουγες πια ρολόγια, παρά μόνο γέλια και χαρούμενες φωνές παιδιών και μεγάλων που έπαιζαν χιονοπόλεμο. Οι μισές νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν με χάρη στον αέρα και οι άλλες μισές ήταν απλωμένες στα ρολόγια της Τικιτάκ... και όλες μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν. Αλλά  και τα αυτοκίνητα είχαν εξαφανιστεί, γιατί πώς να οδηγήσουν οι οδηγοί μεσα στα χιόνια!  Μέχρι και οι μύγες και οι κουτσουλιές είχαν εξαφανιστεί! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Μια νιφάδα μόνο επέστρεψε άρον-άρον για την Τριαλαλό, η πιο γλυκιά κι η πιο χαριτωμένη: η νιφάδα Κρυσταλλίδα.  <o:p></o:p>

    -       Εί, εί Χιονάκη!, του είπε καθώς πήγε κι έκατσε πάνω στη μύτη του. <o:p></o:p>

    -       Κρυσταλλίδα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!, φώναξε ο Χιονάκης και τρελάθηκε από τη χαρά του που την έβλεπε.  <o:p></o:p>

    -       Χιονάκη, είπε η Κρυσταλλίδα, γύρισα για σένα, για να σε ευχαριστήσω… Χάρη σε σένα σωθήκαμε. <o:p></o:p>

    Ο Χιονάκης κοκκίνισε και πάλι. <o:p></o:p>

    -       Τα παραλές καλή μου νιφάδα… <o:p></o:p>

    -             Όχι, όχι, είναι αλήθεια αυτό που λέω! Συγχώρεσέ με Χιονάκη που σε είπα εγωιστή, είπε η Κρυσταλλίδα. Και του έσκασε ένα φιλί στη μύτη. <o:p></o:p>

    Αυτός όμως παραλίγο να πέσει κάτω από τη ζαλάδα.  <o:p></o:p>

    -       Σιγά ντε, πρόσεχε, θα με ρίξεις!, του φώναξε η Κρυσταλλίδα γελώντας και στροβιλίστηκε και πάλι στον αέρα κάνοντας πιρουέτες. «Αεράκι, αεράκι», φώναξε. «Τραλαλά-τραλαλά!, βάλε όλο σου το άρωμα και φύσα όσο μπορείς πιο μεθυστικά, εκεί ψηλά-λά-λά-λά-λά!!».<o:p></o:p>

    -       Και ως την Τικιτάκ, ως την Κοντοαυγούλα, την τρελούλα, τραλαλά, συμπλήρωσε και ο Χιονάκης και αμέσως μετά έκανε: «Χικ» και «ούπς»! <o:p></o:p>

    ---------<o:p></o:p>

    Από τη μέρα εκείνη, έγινε πάλι της μόδας το χιονοκαθισματάκι σαν μεταφορικό μέσο και οι κάτοικοι των δυο χωριών άρχισαν να το χρησιμοποιούν γιατί το βρήκαν πολύ βολικό, ιδίως για τις κοντινές δουλειές. Όχι όμως όλοι! Υπήρχε ένας μικρός κάτοικος της Τριαλαλό που δεν άλλαζε το έλκηθρό του με τίποτα στον κόσμο! Γιατί πώς θα μπορούσε ο Χιονάκης χωρίς το Σκίουρο να χοροπηδάει στης πλαγιές σφυρίζοντας και να τσουλάει γρήγορα σα διαστημόπλοιο; Αφήστε που τώρα ήξερε το κόλπο: κάθε φορά που φυσούσε το αεράκι, έβγαζε από την τσέπη το μαγικό μπαλόνι που του είχε δώσει η Κρυσταλλίδα, το έδενε στην πλάτη του Σκίουρου, έκανε μία «τσουπ!» και έμπαινε μέσα στις χιονοθύελλες για να τη βρει.

    ΤΕΛΟΣ!<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p></o:p>

    \<o:p></o:p>

           
     
       
     

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>

    <o:p> </o:p>



    [1]            Αλάσκα: Τοποθεσία και γεωγραφικό διαμέρισμα της Αμερικής κοντά στο Βόρειο Πόλο, ελαφρώς αντίστοιχης του Ψηλομύτη λόγω των πολλών οροσειρών και των συχνών χιονοπτώσεων.

    [2]            Φημολογείται ότι το μαγικό ραβδί του βασιλιά ήταν το πρώτο στυλό διαρκείας με μπίλια που το είχε εφεύρει ο ίδιος για να λύνει τα σταυρόλεξά του με μεγαλύτερη ευκολία.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    [3]            Λέγεται μάλιστα ότι το πρώτο ρολογάκι με αυτόματο κούρδισμα το εφηύρε ένας Τικιτακιανός ονόματι Λουις Οντμαρ, ένας από τους ελάχιστους που δεν άντεχε καθόλου το θόρυβο των ρολογιών γιατί τον έπιαναν τα νεύρα του.


  • Commentaires

    Aucun commentaire pour le moment

    Suivre le flux RSS des commentaires


    Ajouter un commentaire

    Nom / Pseudo :

    E-mail (facultatif) :

    Site Web (facultatif) :

    Commentaire :