• ΚΟΡΔΟΜΗΛΙΑ

     

    Η ΚΟΡΔΟΜΗΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΚΓΗΠΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ <o:p></o:p>

    Μια φορά κι έναν καιρό κάπου πολύ-πολύ μακριά ήταν χτισμένη μια Πολιτεία που την έλεγαν Κορδομηλία. Η Κορδομηλία ήταν μια υπέροχη Πολιτεία που είχε πάρει το όνομά της από τη μεγάλη και φουντωτή κορδομηλιά που ήταν ριζωμένο ακριβώς στη μέση της, ένα δέντρο γιγαντιαίο που έβγαζε κάτι κορδόμηλα κόκκινα σαν παντζάρια και ζουμερά σα ροδάκινα. Ο θρύλος έλεγε ότι ο ιδρυτής της Κορδομηλίας ήταν ένας μάγος πολύ καλοκάγαθος αλλά και λίγο τσαντίλας, που ζούσε μονάχος του σε έναν ωραίο κήπο. Ήταν όμως τόσο σοφός και έδινε τόσο καλές συμβουλές που πολύς κόσμος τον επισκεπτόταν από όλα τα μέρη του κόσμου για να του πει τα προβλήματά του. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Στην αρχή ο μάγος αφιέρωνε πολύ χρόνο στον κάθε επισκέπτη και καθόταν υπομονετικά και άκουγε τα πάντα και στο τέλος έδινε πάντα καλοκάγαθες συμβουλές. Στη συνέχεια όμως οι επισκέπτες άρχισαν να πληθαίνουν και ο μάγος έχασε την ησυχία του με τις πολλές επισκέψεις και άρχισε να νευριάζει. Έτσι κάποια μέρα που γινόταν στον κήπο του μάγου το έλα να δεις, αυτός συγχίστηκε και άρχισε να φωνάζει «φύγετρε φύγετε παρατήστε με στην ησυχία μου!». Μετά όμως το μετάνιωσε, είπε «καλά, ελάτε πίσω». Άρπαξε ένα σκόρδο μαγικό χωρίς το σίγμα και το ‘κανε ‘κόρδο, ύστερα πήρε ένα μήλο κόκκινο, το ‘κανε μια χαψιά και κράτησε το κουκούτσι. Πήρε λοιπόν το κόρδο και το κουκούτσι και τα πέταξε μαζί στο χώμα. Τα πότισε με ποτιστήρι μαγικό, χτύπησε το έδαφος τρεις φορές με το μαγικό του ραβδί και είπε:<o:p></o:p>

     <o:p></o:p>

    Σκορδο μου καλό και μήλο να γίνετε λέω κορδομήλο <o:p></o:p>

    για να μην τους ξαποστείλω κι αμέσως βγάλε κορδομήλο φύλλα κλαδιά κα όλα <o:p></o:p>

    και κορδόμηλα σαν τρώνε εις του να δίνουν σ’όλους τη χαρά τους<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Από τότε οι επισκέπτες έπαιρναν όλοι από ένα κορδόμηλο για το δρόμο και σαν το ‘τρωγαν με μιας γίνονταν πολύ χαρούμενοι τα ξεχνούσαν τα προβλήματά τους κι έβαζαν τα γέλια. Έτσι σιγά-σιγά απέκτησε φήμη η κορδομηλιά κι άρχισαν να μαζεύονται γύρω-γύρω της και να χτίζουν σπίτια για να ναι κοντά στην κορδομηλιά και να χουν να τρώνε από τα κορδόμηλά της. Αλλά ο μάγος ο καημένος που ήθελε την ησυχία του τα μάζεψε ο καημένος πήρε το δισάκι του το μαγικό κι έφυγε μακριά ποιος ξέρει πού. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Κι από τότε και μέχρι σήμερα η κορδομηλιά υπήρχε και έβγαζε για πάντα κορδόμηλα γιατί ο μάγος δεν είχε πει έως πότε να ζει η κορδομηλιά και γι αυτό οπωσδήποτε σήμαινε ότι θα υπήρχε για πάντα. Και πράγματι, μέχρι σήμερα υπήρχε η κορδομηλιά γερή και γιγαντιαία και τόσο νόστιμα και λαχταριστά ήταν τα κορδόμηλά της, που μαγικά- ξεμαγικά σαν τα’ τρωγες ευτυχούσες. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι της Κορδομηλίας ήσαν από τα χρόνια των προπαππούδων τους χαρούμενοι νον-στοπ: έβοσκαν τα πρόβατά τους χασκογελώντας, πότιζαν τα λουλούδια τους τραγουδώντας και έβγαιναν στα ταβερνάκια χαχανίζοντας. Οι μαμάδες έβγαζαν βόλτα τα καροτσάκια τους με τα μωρά τους λέγοντας σαχλαμάρες μεταξύ τους για να γελάνε, ενώ οι μπαμπάδες δούλευαν πασίχαροι και διασκέδαζαν τις μαμάδες λέγοντάς τους ανέκδοτα. Οι γιαγιάδες έψηναν ψωμιά σιγοσφυρίζοντας και οι παππούδες διηγούνταν κάτι παραμύθια τόσο αστεία που σε έπιανε η κοιλιά σου από τα γέλια. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ακόμη και οι ψυχολόγοι ήταν επάγγελμα υπό εξαφάνιση στην Κορδομηλία γιατί κι από αυτούς οι περισσότεροι είχαν μετατραπεί σε μανάβηδες που έδιναν στους ασθενείς τους κορδόμηλα.  Τα συνιστούσαν  οι γιατροί: ένα κορδόμηλο τη μέρα τον καβγά τον κάνει πέρα. Αφήστε που δικηγόροι και δικαστές δεν υπήρχαν καθόλου γιατί όταν κάποιος είχε μια αντιδικία με το γείτονα του την ξεπερνούσε με φιλιά και αγκαλιές, ενώ ο ένας έλεγε στον άλλον «ε δε βαριέσαι βρε αδερφέ και τι έγινε». Σε πολλά σπίτια μάλιστα φυλούσαν και αποθέματα από κορδόμηλα για ώρα ανάγκης,. Τα έβαζαν σε καφάσια πάνω στα ράφια ή μέσα στο ψυγείο για να μη χαλάσουν, τα έκρυβαν μέσα στα ντουλάπια και τα τύλιγαν σε νωπές πετσέτες δίπλα στο κρεβάτι. Επίσης τα έκαναν κομπόστες, γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδα, ενώ έφτιαχναν και πολύ ωραίες κορδόπιτες. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    ¨Όλα κυλούσαν λοιπόν ανέμελα στην Κορδομηλία και ήταν πράγματι απορίας άξιον το πώς ήταν δυνατόν στην υπέροχη αυτή πολιτεία να βασιλεύουν όχι ένας αλλά δύο βασιλιάδες που επιπλέον να τσακώνονται και όλη μέρα μεταξύ τους αντί να κοιτάνε τις δουλειές του και τα εσωτερικά της χώρας..<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    ΟΙ ΤΣΑΚΩΜΟΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ <o:p></o:p>

    Το γιατί τσακώνονταν οι δυο βασιλιάδες όμως που γίνεται και παραγίνεται, γιατί η γιγαντιαία κορδομηλιά δεν ήταν φυτρωμένη όπου κι όπου, παρά στη μέση ακριβώς του φράχτη που χώριζε από πάντοτε τους κήπους των δύο βασιλιάδων. Έτσι λοιπόν ο λαός είχε να τρώει κορδόμηλα όσα ήθελε ενώ οι δύο βασιλιάδες είχαν ορκιστεί να μη φάνε παρά μονάχα μόλις παραδεχτεί ο ένας ή ο άλλος ότι του ανήκε η κορδομηλιά και το βασίλειο όλο. Και επειδή κανείς δε θυμόταν να αναφέρει ο θρύλος κάποιον βασιλιά, ούτε και κανένα βιβλίο ανέφερε ποιος ήταν ο απόγονος του καλοκάκαθου και τσαντίλα μάγου που έπλασε την κορδομηλιά, οι βασιλιάδες δεν έβγαζαν με τίποτα άκρη. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    «Εγώ είμαι βασιλιάς!», φώναζε με τη ντουντούκα του ο βασιλιάς Μελιτζάν. «Όχι, εγώ είμαι βασιλιάς!», ούρλιαζε με μανία και ο βασιλιάς Μελιτζάν. Ύστερα ο Μελιτζάν πετούσε κάτω τη ντουντούκα και ορμούσε στον Αχταρμιτζάν, ενώ αυτός του τραβούσε τα αυτιά και του γαργαλούσε τις πατούσες για να αμυνθεί. Τότε κι ο Μελιτζάν πεταγόταν επάνω φωνάζοντας «άι άι!» και πήγαινε και πατούσε με τις γαλότσες του στα παρτέρια του κήπου του Μελιτζάν και του χάλαγε τις γαρδένιες, ενώ ο Αχταρμιτζάν για να τον εκδικηθεί του έβαζε τρικλοποδιές.<o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Οι κάτοικοι της Κορδομηλίας βέβαια δεκάρα δεν έδιναν για τους τσακωμούς των δύο βασιλιάδων, μέχρι και οι φρουροί τους τούς είχαν βαρεθεί και τους είχαν εγκαταλείψει. Όταν ο Αχταρμιτζάν κήρυσσε πόλεμο στο Μελιτζάν από το παράθυρο της κουζίνας και ο Μελιτζάν του κήρυσσε αντιπόλεμο, οι κάτοικοι της Κορδομηλίας γελούσαν και τους κορόιδευαν γιατί κανείς από αυτούς δεν ήταν τόσο χαζός να τρέχει και να πολεμάει για τα μούτρα τους. Οι υπήκοοι του Αχταρμιτζάν ίσα-ίσα, ήταν πρώτα φιλαράκια με τους υπηκόους του Μελιτζάν, έβγαιναν μαζί για ψώνια και για τζόγκινγκ, έκαναν ατελείωτα γλέντια με πιοτό και κορδομηλόπιτες, αγαπιούνταν, παντρεύονταν, έπαιζαν μαζί σκοινάκι και κουτσό και μόνο λιγάκι στο τάβλι δεν τα έβρισκαν. Κι όταν τους έπαιρναν τ’αυτιά με τις φωνές τους, τους πέταγαν κι έναν κουβά νερό και τους άφηναν στην ησυχία τους. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Μόνο ένας κάτοικος της Κορδομηλίας στενοχωριόταν για τα καμώματά τους και αυτός δεν ήταν άλλος από τον πρίγκηπα Αστέρη. Ο πρίγκηπας Αστέρης ήταν γιος του βασιλιά Αχταρμιτζάν και της Βασίλισσας Ιολάνδης που όμως η καημένη, είχε χάσει τη φωνή της σε ένα τραγικό ατύχημα και ήταν πια μουγγή. Έστι και ο Αστέρης όχι μόνο ήταν εκ φύσεως ευαίσθητος αλλά επιπλέον ήταν και αλλεργικός στα κορδόμηλα και δεν το άντεχε καθόλου που ο βασιλιάς μπαμπάς του όλη μέρα σκάρωνε χαζομάρες στον απέναντι βασιλιά που στο κάτω-κάτω ήταν και ο γείτονας τους. Κι έτσι ήταν όλη μέρα θλιμμένος ο καημένος και στενοχωριόταν, έκλαιγε και καμιά φορά τον έπιανε και λόξυγγας από το πολύ κλάμμα.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Με το που μεγάλωσε όμως ο Αστέρης, στα δέκατα τρίτα γενέθλια του ακριβώς, ο  βασιλιάς μπαμπάς του ο μισητός Αχταρμιτζάν αποφάσισε ότι δεν πάει άλλο και ότι πρέπει να γίνει και αυτός φριχτός και σατανικός, σαν και την αφεντιά του. ΄Ετσι αποφάσισε να τον πάρει μαζί του σε μια από τις επιθέσεις κατά του Μελιτζάν: σχεδίαζε να ξεριζώσει όλες τις γλυκοπατάτες που είχε φυτέψει ο Αχταρμιτζάν στο περιβολάκι του με ένα ξεριζωτήρι. Κι ο Αστέρης τι να κάνει, υπάκουσε. <o:p></o:p>

    - Καλά, είπε ξεφυσώντας, θα ρθω. <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Και μια και δυο, με το που έγινε σούρουπο, έφυγαν. Ο μπαμπάς Αχταρμιτζάν όρμηξε στο περιβολάκι φορώντας τις γαλότσες του. Ο Αστέρης όμως, εκεί που πήγαινε να φορέσει κι εκείνος τις γαλότσες του, ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα να τον κυριεύει. <o:p></o:p>

    Κι αν τους έβλεπαν; Κι αν τους έπιαναν; Κι αν ερχόταν ο Μελιτζάν ο ίδιος και του ξερίζωνε τα αυτιά;  <o:p></o:p>

    -       Έλα Αστέρη, του φώναξε ο θείος Αχταρμιτζάν, δως μου τώρα το ξεριζωτήρι. <o:p></o:p>

    Στη λέξη «ξεριζωτήρι» ο Αστέρης ανατρίχιασε. Έμεινε αμίλητος σαν σκυλί που του πέφτουν κάτω τα αυτιά.. <o:p></o:p>

    -       Το ξεριζωτήρι είπα! Φώναξε ο βασιλιάς Αχταρμιτζάν. Ο Αστέρης όμως δεν είχε δύναμη ούτε καν να το βγάλει από την τσέπη του το ξεριζωτήρι. Βούρκωσε και ξαφνικά… ΦΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ.. Τα παντελόνια του βράχηκαν μεμιάς από πάνω ως κάτω από το φόβο του! <o:p></o:p>

    Μόλις το είδε αυτό ο Βασιλιάς Αχταρμιτζάν, που για να λέμε την αλήθεια ήταν και λίγο αγριάνθρωπος, έγινε έξαλλος από το κακό του! <o:p></o:p>

    - Είσαι δειλός! Είσαι δειλός!, φώναζε κατακόκκινος, είσαι η ντροπή και το αίσχος της οικογενείας! Εϊσαι δειλός! Είσαι δειλός! Γιατί βρε παιδάκι μου, γιατί. Αχ πώς γίνεται ο ανιψιός μου να είναι δειλός σαν κοριτσάκι… Κι όσο φώναζε ο Αχταρμιτζάν, τόσο πιο πολύ κατουριόταν ο Αστέρης. ΦΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ακουγόταν τώρα απ’άκρη σ’άκρη στον κήπο λες και το ΦΣΣΣ ήταν ο θόρυβος- σαμποτάζ στα σατανικά σχέδια του Αχταρμιτζάν.  <o:p></o:p>

     <o:p></o:p>

    Από τις πολλές φωνές, ξύπνησε και ο Μελιτζάν που το βασιλικό του υπνοδωμάτιο ήταν ακριβώς επάνω από το περιβολάκι. Πετάχτηκε πάνω, κατέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα της υπηρεσίας του παλατιού και άρχισε να κυνηγάει τον Αχταρμιτζάν σε όλο τον κήπο. Ο πρίγκηπας Αστέρης έφυγε κι αυτός τρέχοντας και στο δρόμο έκλαιγε και τα κανε πάνω του ολοένα και πιο πολύ.  <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Όταν γύρισαν στο σπίτι ο μπαμπάς του είχε παντού μελανιές και είχε σπάσει κι ένα πλευρό από το πολύ ξύλο που είχε φάει από το Μελιτζάν. Και τότε είπε στον Αστέρη: <o:p></o:p>

    Αρκετά πια. Η καλοσύνη σου δεν έχει όρια. Ρεζίλι με ‘κανες σ’αυτόν τον παλιομελιτζάνα. Ο Αχταρμιτζάν άρπαξε ένα χοντρό σοκολατάκι από το τραπέζι του βασιλικού του σαλονιού το έφαγε και βυθίστηκε στον καναπέ. <o:p></o:p>

    - Τα μπογαλάκια σου και δρόμο, φώναξε χωρίς να το πολυσκεφτεί! Εγώ δε θέλω για γιο μου ένα δειλό! <o:p></o:p>

    <o:p> </o:p>

    Ήταν σκληρή διαταγή αυτή, αλλά  πώς να το κάνουμε, ο Αχταρμιτζάν ήταν τρομερά κακός και το ‘ξερε όλη η πλάση. <o:p></o:p>

    -       Μα… έκανε ο Αστέρης… που καθόταν προσοχή μπροστά του. Κι η βασίλισσα Ιολάνδη κουνούσε το κεφάλι της και τα χέρια της πάνω κάτω αλλά τίποτα, ο  Αχταρμιτζάν δε σήκωνε κουβέντα. «Αυτό το παιδί είναι τόσο καλοσυνάτο που δεν τον αναγνωρίζω για γιο μου, είπε φεύγοντας!  <o:p></o:p>

    Τότε η βασίλισσα Ιολάνδη έδωσε ένα χαστούκι στον Αχταρμιτζάν και του φώναξε όπως μπορούσε. Ύστερα γύρισε στον Αστέρη και του έγνεψε κάτι σαν «μην ανησυχείς». Αλλά ήταν αργά πια. Ο Αστέρης δεν είπε τίποτα. Βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και πήγε κι έκατσε κάτω από την Κορδομηλια. Εκεί, έκλαψε όσο μπορούσε και καθώς έκλαιγε είπε στην κορδομηλιά: «Αχ κορδομηλιά μου, είπε, κάνε να γίνω γενναίος και τρανός». Η Κορδομηλιά φαίνεται κάτι άλλο θα άκουσε και «τσουπ» εμφανίστηκε ένα υπέροχο ιπτάμενο ποδήλατο γυαλιστερό και κατακόκκινο σαν κορδόμηλο. Ο Αστέρης το καβάλησε κι έφυγε για όσο πιο μακριά μπορούσε. <o:p></o:p>

    <o:p>(συνεχίζεται..)
    </o:p>


  • Commentaires

    Aucun commentaire pour le moment

    Suivre le flux RSS des commentaires


    Ajouter un commentaire

    Nom / Pseudo :

    E-mail (facultatif) :

    Site Web (facultatif) :

    Commentaire :